(Αυτό το διήγημα είναι απάντηση στην πρόσκληση του νέου
λογοτεχνικού σπιτιού μου, των εκδόσεων Anima που θα κυκλοφορήσει μες στα Χριστούγεννα το μυθιστόρημα μου
«Το Σημάδι». Ας με γνωρίσουν λοιπόν και αμιγώς λογοτεχνικά οι αναγνώστες μου
που με γνωρίζουν μόνο από τις αναλύσεις και τις παρεμβάσεις μου σε δεκάδες
διαφορετικά πεδία και ας σταθούν συνήγοροι υπεράσπισης ή κατήγοροι μου στο
δικαστήριο της ιστορίας λαμβάνοντας υπόψη τους ότι αυτό το διηγηματάκι γεννήθηκε
και υλοποιήθηκε μόλις μέσα σε 90 λεπτά της ώρας, χωρίς καμία προπαρασκευή)
Δεν σε καλούν συχνά στο δικαστήριο της ιστορίας, ξέρεις.
Μόνο σαν κοντεύεις να πεθάνεις ή όταν μνήμες που δε σε
γνώρισαν εν ζωή πάνε να αναστήσουν το πνεύμα σου από το νεκρό κορμί σου.
Το συγκεκριμένο δικαστήριο δεν έκρινε προθέσεις, μονάχα
δηλώσεις.
Σε ετούτο δω το δικαστήριο έπρεπε να αποδείξεις ότι ήσουν αυτό
ακριβώς που δήλωνες στους άλλους και στον εαυτό σου πως είσαι.
Το δικαστήριο αυτό, είχε ως είθισται δύο μέτρα και δύο σταθμά: το ένα από αυτά
ήταν για τους πετυχημένους. Αν κάποιος δηλαδή δήλωνε πως ήταν επιχειρηματίας το
μόνο που έπρεπε να δείξει ήταν έναν φουσκωμένο τραπεζικό λογαριασμό και αμέσως αθωωνόταν ενώ οι δικαστές του δίναν και μια εύφημο μνεία που μπορούσε να κρατήσει
για μια αιωνιότητα και μια μέρα.
Αν ήσουν καλλιτέχνης όμως, αν δήλωνες δηλαδή καλλιτέχνης….
Εκατομμύρια ψευδοκαλλιτέχνες περνούσαν από το δικαστήριο της
ιστορίας κάθε χρόνο. Οι περισσότεροι από αυτούς καταδικάζονταν για παραποίηση
ιδιότητας με ποινές ισόβιας ανωνυμίας και αιωνίας λήθης. Ψώνια τους λέγαν
μεταξύ τους δικαστές και κατήγοροι στο λιγοστό τους ελεύθερο χρόνο που ολοένα
και μίκραινε όσο πλήθαιναν οι ψευτοκαλλιτέχνες.
Αναμενόμενο λοιπόν να είναι προκατειλημμένοι οι δικαστές απέναντι
σε ανθρώπους που τίποτα χρήσιμο δεν κάναν στη ζωή τους πέρα από το να εξαπατούν
τους άλλους και να παρεμποδίζουν την εύρυθμη λειτουργία των δικαστηρίων.
Ο Ενρίκο Μαλαπέστα είχε κατηγορηθεί πως ήταν ένας από
δαύτους, ένας συγγραφίσκος που καμωνόταν τον μεγάλο, τον σπουδαίο τίποτε που φούσκωνε
από μόνο του σαν τις παλιές φαρίνες, ένας διάνος, χωρίς φτερά.
Αυτό που επιβάρυνε ακόμη περισσότερο τη θέση του ήταν πως
ήταν από τους αμετανόητους: ακόμη και την ύστατη στιγμή της υπέρτατης κρίσης, εκεί στο εδώλιο του
κατηγορουμένου, επέμενε να δηλώνει αθώος, να δηλώνει γνήσιος καλλιτέχνης.
Αν έκαμε διαφορετικά, αν είχε δείξει κάποια μεταμέλεια, ίσως και να τον αφήναν ελεύθερο με μια
επίπληξη.
Μα αυτός δήλωνε αθώος, δήλωνε πως αγαπούσε την τέχνη του τόσο πολύ όσο
τον αγαπούσε κι αυτή. Μα στα μάτια των δικαστών τα λόγια του ήταν απλά φθηνές δικαιολογίες
κάποιου που για δεκαετίες ατιμώρητα ασελγούσε πάνω στο σώμα της τέχνης.
Ενρίκο Μαλάπέστα πέστα όλα, τον φοβερισε το όργανο της τάξης που τον συνέλαβε. Ο
Ενρίκο προσπάθησε να του δείξει κάποιο από τα βιβλία του, να τον πείσει πως
είναι εραστής και όχι κακοποιητής της τέχνης μα μάταια. Ο μπάτσος έκρυβε την
αγραμματοσύνη του πίσω από περίσσεια σκληρότητας κι άτσαλα έσειρε τον Ενρίκο σιδεροδέσμιο μπροστά στους δικαστές.
Ο επικίνδυνα ρομαντικός Ενρίκο δεν έβλεπε το δικαστήριο σαν δοκιμασία αλλά σαν μια ευκαιρία: Στο δικαστήριο θα είχε την ευκαιρία να απαλλαχθεί μια και για πάντα
από τις άδικές κατηγόριες που τον βάραιναν. Γιατί οι δικαστές ήταν πάντα μορφωμένοι και άξιοι
άνθρωποι.
«Ενρίκο Μαλαπέστα, απέδειξε μας πως είσαι συγγραφέας» είπε ο
δικαστής επιβλητικά κοιτάζοντας τον
Ενρίκο διαμπερώς σαν ακτινογραφικό μηχάνημα.
Αν μονάχα τον είχαν
αφήσει να φέρει τα βιβλία του. Αν μονάχα… Μα στις αίθουσες των δικαστηρίων δεν
επιτρεπόταν η οπλοφορία.
«Είμαι συγγραφέας γιατί έχω δώσει και την ψυχή μου για την
τέχνη μου» δήλωσε θαρραλέα ο Ενρίκο.
Ο κατήγορος Αξιών και Εμπορίου τον κοίταξε περιπαικτικά: «Χα,
το χρηματιστήριο των ψυχών έχει πιάσει πάτο. Ούτε καν ο διάβολος δεν αγοράζει
ψυχές πλέον.»
«Ομολογείς λοιπόν πως δεν έχεις πια ψυχή; Ομολογείς την
ενοχή σου λοιπόν; Πως μπορεί να περνιέται κάποιος για καλλιτέχνης όταν είναι
ένα πλάσμα άψυχο;» επενέβη σαν καταπέλτης ο κατήγορος Συναισθήματος.
Ο Ενρίκο έκαμε να απολογηθεί μα είχε ήδη χάσει αρκετή από τη
σιγουριά του
«Την έδωσα όλη την ψυχή μου στα έργα μου, στους αναγνώστες
μου»
«Και πόσους αναγνώστες είχαν τα βιβλία σας κύριε… Μαλαπέστα;»
είπε ειρωνικά ο κατήγορος Εφαρμοσμένου Μάρκετινγκ
«Μερικές εκατοντάδες σας διαβεβαιώνω»
Η αίθουσα ξέσπασε σε γέλια με αυτή τη νέα παραδοχή ενοχής κι αυτοεπηρμένης ασημαντότητας.
«Ομολογείτε λοιπόν πως είστε λιγόψυχος. Αν εσείς , με μερικούς
εκατοντάδες αναγνώστες παραπονιέστε πως στερέψατε από ψυχή, τι να πουν και οι
πραγματικοί συγγραφείς με τα εκατομμύρια αναγνωστών;»
Ο δικαστής απευθύνθηκε στον Μαλαπέστα σκληρά και κοφτερά σαν την αιχμή καλοκομμένου διαμαντιού «Μην
ειρωνεύεστε την αίθουσα κύριε Μαλαπέστα εκτός και αν θέλετε στο ούτως ή άλλως
βαρύ κατηγορητήριο σας να προστεθεί και η κατηγορία της εξύβρισης.
«Μα δεν είναι μόνο οι αναγνώστες των βιβλίων μου. Χιλιάδες
άνθρωποι με έχουν διαβάσει… στο διαδίκτυο»
«Χα, όταν ένας πραγματικός συγγραφέας φταρνίζεται,
εκατομμύρια αναγνώστες διαβάζουν το φτάρνισμα του. Ακόμη και το λόξυγκα του. Εσείς
κύριε μου δεν δικαιούστε να περνιέστε για συγγραφέας.» είπε με στόμφο ο
κατήγορος Μιμιδίων και διώξης Εγωιστικών Γονιδίων.
«Θα έδινα και τη ζωή μου για τη τέχνη μου» διαμαρτυρήθηκε
οργίλα ο Ενρίκο
«Χα, κύριε Μαλαπέστα, πραγματικοί συγγραφείς έχουν
πραγματικά δώσει τη ζωή τους για την τέχνη τους. Πέθαιναν σε ανήλιαγα δώματα
λιωμένοι από τη φτώχεια και την αρρώστια. Εσείς κύριε Μαλαπέστα μας, έχετε
γνωρίσει τέτοιες συνθήκες; Αναμετρήθηκε η πένα σας με τα αντίξοα για να
δει μέχρι που φτάνει το μπόι της; Σας στέγνωσε ποτέ το μελανοδοχείο και έπρεπε να κόψετε τις
φλέβες σας για να μπορείτε να τελειώσετε μια πρόταση, να δώσετε ζωή σε έναν λογοτεχνικό
ήρωα με τη δικια σας τη ζωή; Στερηθήκατε ποτέ πληκτρολογίου;» ρώτησε ο
κατήγορος καλλιτεχνικής Ένδειας και Αυτοθυσίας.
«Όχι, μα στερήθηκα τον πλούτο και τις χαρές μιας κανονικής ζωής» απάντησε αμήχανα ο Ενρίκο.
«Ώστε δεν βγάλατε ποτέ λοιπόν λεφτά από τα βιβλία σας»
διατύπωσε πανούργα ο κατήγορος Οικονομικής
Αποτυχίας
«Όχι, όχι προς θεού, δεν το κανα για αυτό, για να επικοινωνήσω με
τους ανθρώπους το έκανα, να βγάλω τα σώψυχα μου, να μοιραστώ ψυχή με τους συνανθρώπους
μου»
«Α μάλιστα. Είστε ο Χρηστός των συγγραφέων. Ελάτε τώρα. Τα ίδια μας λένε
όλοι οι αποτυχημένοι όλου του κόσμου. Βαπτίζετε την οκνηρία σας ως αυτοθυσία,την ανικανότητα σας ως τέχνη και μετά έχετε το θράσος να ζητάτε
και επιδόματα αναπηρίας για τα κουσούρια που σας άφησε η ίδια η καλοφροντισμένη σας αμέλεια» έκανε απαξιωτικά ο κατήγορος Μετριότητας.
Σειρά είχε ο κατήγορος Δημόσιας Υγείας καθώς η μπάλα έπεσε
στο γήπεδο του και μάλιστα δύο φορές…
«Σε τούτο δω το δικαστήριο που μοναδικό συγγραφέα έχει την
ίδια την ιστορία αλλα και τη δικαιοσύνη, εσείς ο ίδιος σας ομολογήσατε πως βγάλατε έξω τα εσώψυχά σας…
Και δεν σκεφτήκατε ποτέ κύριε Μαλαπέστα, δεν αναλογιστήκατε ούτε μια φορά σας
τι κινδύνους δημόσιας υγείας μπορεί να δημιουργήσει το να βγάζετε τα εσώψυχά σας
έξω; Είχατε κάνει κάποια εξέταση μήπως για να είστε σίγουρος πως τα εσώψυχα σας
δεν είχαν κάποια μολυσματική ασθένεια;»
«Δηλώσατε επιπροσθέτως πως μοιραστήκατε την ψυχή σας με
αν-αγνωστες σας. Γνωρίζετε πολύ καλά, όλοι το γνωρίζουν αυτό, πως για να γίνει
κάποιος δωρητής ψυχής πρέπει να είναι
συμβατός με τους δέκτες ψυχής. Καταλαβαίνετε σε τι κινδύνους έχετε εκθέσει εκατοντάδες
ανίδεους αναγνώστες; Συνειδητοποιείτε πόσους ανυποψίαστους δέκτες ψυχής θα μπορούσε
η ανευθυνότητα σας να έχει σκοτώσει; Προτείνω λοιπόν στο κατηγορητήριο να
προστεθεί και η απόπειρα μαζικής δολοφονίας. Δεν είστε συγγραφέας. Είστε το λιγότερο τρομοκράτης κύριε»
Ο Ενρίκο ζάρωσε. «Αχ ψυχούλα μου», έκλαιγε από μέσα του. «Αχ
ψυχούλα μου. Σε σκότωσα για το τίποτα. Αυτό ήταν το έγκλημα κι αυτή η τιμωρία μου»
«Ένσταση κύριε
δικαστά». Μια μικρή αχτίδα ελπίδας φώτισε τη μαυρισμένη πια καρδιά του Ενρίκο.
Κάποιος τον υπερασπιζόταν, υπερασπιζόταν αυτόν τον μικρό, ολίγιστο και λιγοστών
πωλήσεων συγγραφέα.
Μα ήταν ο κατήγορος Επιστημονικού Μάρκετινγκ.
«Καμία από τις σύγχρονες επιστημονικές μεθόδους δεν έχει
αποδείξει ότι η ψυχή μπορεί να μεταφερθεί μέσα από υλικά μέσα. Τα βιβλία είναι
υλικά. Το μόνο που μπορεί να αποδείξει τη μεγαλοψυχία ενός συγγραφέως είναι οι
πωλήσεις του. Οι πωλήσεις φέρνουν λεφτά, δουλειές και ανάπτυξη στην οικονομία.
Ο κύριος Μαλαπέστα δεν έχει καν βγάλει τα έξοδα του τυπογραφείου, πόσο μάλλον
του εκδότη. Τα δέντρα που κόπηκαν για να γίνουν χαρτοπολτός για τα βιβλία του
πήγαν στράφι. Τα έσοδα από τις πωλήσεις του ούτε κήπο δεν μπορούν να αναδασώσουν.
Ως εκ τούτου ψεύδεται ασύστολα: Τα περί ψυχής είναι τέχνασμα προς άγρα
αγοραστών. Κύριε Μαλαπέστα, εκτός από καλλιτεχνική είστε και οικολογική καταστροφή. Επιχειρείτε δε να κρύψετε την επικίνδυνη σας φύση πίσω από παλιά κλισέ. Ελάτε τώρα: Οι πραγματικοί συγγραφείς δε βάζουν την ψυχή τους μέσα στα βιβλία. Αυτός
είναι ένας ισχυρισμός ξεκάθαρα αντιεπιστημονικός, μια απάτη αν θέλετε. Οι πραγματικοί
συγγραφείς δε χρειάζεται να βάλουν την ψυχή τους μέσα στα βιβλία. Βάζουν μέσα σε αυτά την
ικανότητά τους να πωλούν. Ακόμη και ο πιο αστείος πωλητής είναι πιο σημαντικός
από έναν αντιεμπορικό συγγραφέα όπως περίτρανα έχει αποδείξει η περίφημη
υπόθεση Άδωνη Γεωργιάδη κι η ανάδειξη στα υψηλότερα αξιώματα μιας χώρας, μιας χώρας δε που κάποτε υπήρξε, το λίκνο του πολιτισμού»
… Χειρότερος και από Γεωργιάδη… Ο Ενρίκο έγινε ένας μικροσκοπικός κόκκος
σκόνης παρατημένος στο διαστρικό κενό.
Ο δικαστής μίλησε με φωνή που έβγαινε από τα τρίσβαθα της ιστορικής εμπειρίας:
«Είναι αποδεδειγμένο ιστορικά και επομένως και επιστημονικά,
πως πολλοί μεγάλοι συγγραφείς δεν γράφαν για τα φράγκα. Πολλές φορές αυτό εδώ
το δικαστήριο της ιστορίας αναγκάστηκε να αθωώσει μετά θάνατον φτωχούς
συγγραφείς μετά από καταθέσεις κριτικών τέχνης για την καλλιτεχνικότητα των
μακαριτών» είπε ο δικαστής κοιτάζοντας επικριτικά τον συνήγορο του άσημου
συγγραφέα που έψαχνε για Pokemon με το κινητό του καθ όλη τη διάρκεια της δίκης.
«Ναι μάλιστα, πείτε μας κύριε λοιπόν κύριε Μαλαπέστα, πείτε μας ειλικρινά, τι έχουν γράψει οι κριτικοί λογοτεχνίας για το έργο σας» πετάχτηκε ο συνήγορος
κακοτεχνίας λες και του είχε έρθει θεόσταλτο ένα επιχείρημα που θα μπορούσε να
ανατρέψει την πορεία της δίκης και να αθωώσει τον πελάτη του.
«Τίποτε» είπε ο Ενρίκο με τους ώμους του ξεκρέμαστους σαν να
τους είχε πάρει ένας γίγαντας και να τους είχε ξεκολλήσει από τον κορμό.
«Τίποτε; Ούτε μια απλή νύξη;» ρώτησε έκπληκτος ο συνήγορος, λειτουργώντας έτσι, περισσότερο εις όφελος των δεκάδων κατηγόρων.
«Ούτε μια αράδα» είπε ο Ενρίκο παραδίδοντας πλήρως τον εαυτό
του και το έργο του στην κρίση του δικαστηρίου.
Κι εκείνο, μεγαλόψυχο, του δειξε τον οίκτο που σπανίως αξίζει στους εντελώς
ασήμαντους: εξάντλησε όλη του την επιείκεια
και από όλες τις κατηγορίες που προστέθηκαν κατά τη διάρκεια της δίκης, τον
βρήκε ένοχο μονάχα για την αρχική, για παραποίηση δηλαδή ιδιότητας. Ποτέ πια δε
θα τολμούσε να πει ο ίδιος ή οποιοσδήποτε άλλος πως ο Ενρίκο Μαλαπέστα υπήρξε
συγγραφέας.
Διατάχθηκε δε, όλα του τα βιβλία του να ανακυκλωθούν, να αποκτήσουν μια κάποια έστω χρησιμότητα που ο γραφιάς τους δεν θα μπορούσε ποτέ να τους δώσει.
Μονάχα εγώ, ο Πέτρος ο Αργυρίου, έχω παρανόμως κρατήσει τα τελευταία αντίτυπα των
βιβλίων του Ενρίκο. Είμαι αν θέλετε, ο τελευταίος των
Μαλαπεστιανών,
Ανήκω σε εκείνους τους ολίγιστους παραβατικούς που πιστεύουμε ακόμη και μετά την αμετάκλητη δικαστική απόφαση, πως ο Ενρίκο αν όχι πραγματικός, το λιγότερο, πραγματικά μεγάλος συγγραφέας.
Ξανανοίγω την υπόθεση Μαλαπέστα. Ξέρω ότι οι συνέπειες του
νόμου για αυτόν που αμφισβητεί τις αποφάσεις του είναι σκληρές. Μα δεν μπορώ να
κάνω αλλιώς. Ο πραγματικά ένοχος είμαι εγώ. Ο Ενρίκο Μαλαπέστα ήταν το παιδί μου, το πνευματικό μου σπλάχνο. Εγώ τον έκαμα συγγραφέα.
Πέτρος Αργυρίου, agriazwa.blogspot.com 17/11/2014