Κοιτούσε έξω από το παραθύρι του κλεφτά και με τρόμο. Όχι, δεν μόνο οι περίπολοι από τους φρουρούς της μοναξιάς.
Ήταν αυτό το αίσθημα ότι δεν ανήκε πλέον στον έξω κόσμο.
Ότι δεν ανήκε.
Πέντε χρόνια πάνε τώρα που είχε στο σπίτι του εγκλειστεί, σαν θύμα σεισμού εγκλωβισμένου σε ερείπια.
Το μόνο που άλλαζε πλέον στην ζωή ήταν ο ιός. Τα εμβόλια τρέχαν ξωπίσω του όπως οι μπάτσοι πίσω από όποιον από το σπίτι ξεμύτιζε, μα εκείνος, ο τρισμέγιστος μικροσκοπικός ιός, πάντα τα έτρωγε στην στροφή.
Κι έτσι, η αρχή του τέλους γινόταν το τέλος της αρχής. Κάθε φορά. Και φτου κι απ την αρχή. Κρυφτό, που να βρεθεί, αδύνατο.
Κι όταν ο ιός βαρέθηκε να παίζει μαζί μας, ήρθε η παραμελημένη γρίπη με νέα μορφή να ζητήσει κι αυτή το μερίδιο της από την πίτα, έξαλλη που τόσα χρόνια ένας κορονοϊός της είχε κλέψει το στέμμα.
Σκότωνε παιδιά. Για φαντάσου παιδιά.
Τι να κάνεις λοιπόν εκεί έξω; Οι άνθρωποι ήταν η πηγή κάθε κακού, και για να είσαι ασφαλής από αυτούς και να τους κρατάς ασφαλείς από σένα, να τους αποφεύγεις έπρεπε πάση θυσία.
Μα κάποια πράγματα δεν μπορούσες να τ’ αποφύγεις. Κι η τρέλα ήταν ένα από αυτά.
Γιατί, ως γνωστόν, η τρέλα δεν πήγαινε στα βουνά. Της το χαν απαγορεύσει κι αυτηνής.
Είχε όμως μετακομίσει στο σπίτι του γείτονα. Μόνιμα.
Κάθε πρωί, μεσημέρι, βράδυ, ο γείτονας φώναζε: Κλέφτες, κλέφτες.
Και όταν που και που ερχόντουσαν απρόθυμα τα όργανα της απομόνωσης, γιατί η δουλειά τους δεν ήταν να φυλάν τα σπίτια από εισβολές αλλά να φρουρούν τους ανθρώπους μέσα στα σπίτια τους να μην αποδράσουν, τα ίδια τους έλεγε ξανά και ξανά: Μου κλέψαν τη ζωή. Μου κλέψαν την ζωή.
Τον ενοχλούσε λοιπόν ο γείτονας. Πώς να μην τον ενοχλεί; Και τον ενοχλούσε πιο πολύ, γιατί συχνά ένιωθε πως ο τρελός είχε δίκιο. Και πως έτσι, η τρέλα του μεταδοτική σαν ιός μπορούσε να γενεί.
Ο ίδιος του, στην αρχή του έπους του Homo monachus monachus, το πάλευε αλλιώς: Δες το κι έτσι ρε αδερφέ, έλεγε στον εαυτό του. Πες ότι κάνεις θητεία, ότι ξανάγινες φαντάρος στα 50 σου, εξάλλου πόλεμο έχουμε, να μην τηλεεπιστρατευτείς; Και μπορείς να συμπληρώνεις και να υπογράφεις εσύ το εξοδόχαρτο σου. Τι παραπάνω να θέλεις δηλαδή;
Μα μετά οι σκέψεις του αρχίσαν να μαυρίζουν και το μυαλό να μοιάζει όλο και περισσότερο με μαυροπίνακα που χαν σωθεί οι κιμωλίες.
Ήρωας ήσουν αν δεν έκανες τίποτε πια. Ήρωας του καναπέ. Έτσι έσωζες τον κόσμο κι ανθρώπους. Παθητικά.
Κι αν όλο αυτό κάποτε τελείωνε; Αν βρισκόταν εκείνο το εμβόλιο που κατατρόπωνε όλους τους ιούς; Αυτή η σκέψη τον τρόμαζε πιο πολύ κι από όλες τις άλλες μαζί. Γιατί ποιος και πως θα σε παρακινούσε να κάνεις κάτι, να πάρεις τη ζωή σου πίσω, στα χέρια σου, όταν η ύψιστη αρετή ήταν για τόσα χρόνια η νιρβάνα;
Σταμάτησε να μαγειρεύει και να καθαρίζει. Τόσα χρόνια νοικοκυρά του εαυτό του, φτάνει πια τόση καταπίεση. Ήθελε να χειραφετηθεί. Να νιώσει ξανά άντρας σωστός.
Βουνά γίναν οι μπύρες και τα σακουλάκια από τα γαριδάκια και οι κονσέρβες.
Και τα χαλιά του που ποτέ πια δεν τα σήκωνε, σαν χιονισμένα μοιάζαν από τα θρύμματα των σνακς, κίτρινα χριστούγεννα πάντα στο σπίτι, χαλιά με πιτυρίδα. Κίτρινη κι αυτή.
Σκεφτόταν πολύ τους ανθρώπους των σπηλαίων και μέσα του αμφισβητούσε: Πόση δηλαδή πρόοδος από τους ανθρώπους των σπηλαίων στους ανθρώπους των σπιτιών, τις ανθρωποχελώνες τις κλεισμένες στα κουβούκι τους, με την ζωή τους αναποδογυρισμένη;
Τουλάχιστον εκείνοι, οι σπηλιάνθρωποι, είχανε παρέα.
Κι η αμφισβήτηση μέσα του, τρομερή κι αυτή. Του έβαζε την ιδέα στο μυαλό, πως όλα αυτά είχαν γίνει μάταια.
Καμιά ζωή δεν περισσεύει, συνέχιζαν να λένε. Κι αν ήταν όντως έτσι, τότε, αυτός γιατί ένιωθε άραγε τόσο περιττός;
Κοιτούσε με τρόμο έξω από το παραθύρι του: Ο έξω κόσμος ανήκε στους ανθρώπους του μέλλοντος.
Κι αυτός κι οι όμοιοι του, τι θα απογινόταν; Θα χαν την μοίρα των ανθρώπων των σπηλαίων, θύματα της εξέλιξης του είδους;
Ή μήπως θα τους συντηρούσαν ωσάν εκθέματα σε μουσεία; Ωσάν ζωντανά μνημεία του παρελθόντος;
Η μήπως σαν τις μαϊμούδες στον ζωολογικό;
Ένα ήταν το μόνο σίγουρο. Οι επόμενες δύο βδομάδες ήταν κρίσιμες. Εδώ και πέντε χρόνια: οι κάθε επόμενες δύο βδομάδες ήταν κρίσιμες.
Η μέρα της μαρμότας. Η στέρηση ζωής, τον έκανε να νιώθει πλάσμα άχρονο. Τι μέρα άραγε ήταν σήμερα; Και ποια χρονιά; Ποιο έτος;
Στο νου του ρθαν στίχοι κάποιου ποιητή από άλλη εποχή:
“Δώδεκα
και μισή. Γρήγορα πέρασεν η ώρα
απ' τες εννιά που άναψα την λάμπα,
και κάθησα εδώ. Καθόμουν χωρίς να διαβάζω,
και χωρίς να μιλώ. Με ποιόνα να μιλήσω
κατάμονος μέσα στο σπίτι αυτό…
Το είδωλον του νέου σώματός μου,
απ' τες εννιά που άναψα την λάμπα,
ήλθε και με ηύρε και με θύμησε
κλειστές κάμαρες αρωματισμένες,
και περασμένην ηδονή - τι τολμηρή ηδονή!
Κ' επίσης μ' έφερε στα μάτια εμπρός,
δρόμους που τώρα έγιναν αγνώριστοι,
κέντρα γεμάτα κίνησι που τέλεψαν,
και θέατρα και καφενεία που ήσαν μια φορά.
…
Δώδεκα και μισή. Πως πέρασεν η ώρα.
Δώδεκα και μισή. Πως πέρασαν τα χρόνια.”
(Κωνσταντίνος Καβάφης)
Η ώρα ήταν ήδη δώδεκα και μισή. Και οι επόμενες δύο βδομάδες, ακόμη κρίσιμες.
Πέτρος Αργυρίου, agriazwa.blogpsot.com, 12.30, 9/2/1 μετά Κορονοϊού.