(Για την καινούρια χρονιά θα σπάσω έστω προσωρινά τους κανόνες του blog δυσαρεστώντας τους περισσότερους από τους αναγνώστες μου: Το κείμενο που ακολουθεί είναι λογοτεχνικό από έναν εξαιρετικό διανοητή και συγγραφέα. Σκέφτηκα να παίξω λίγο με αυτό αλλά μονάχα μερικές πινελιές έβαλα στην αρχή- το κείμενο απορρόφησε κάθε πρόθεση παιχνιδίσματος- δεν μπορούσα να το κάνω καλύτερο από ότι ήδη είναι.
-Γιατί να το διαβάσετε; Γιατί η ιστορία που περιγράφεται είναι πραγματική (μονάχα τα ονόματα έχει αλλάξει ο Otto) και περιγράφει με ένα μοναδικό τρόπο, τον πιο εύγλωτο που θα μπορούσα ποτέ να φανταστώ, την παρακμή των λογοτεχνικών χώρων και ιδιαίτερα της ποίησης. Αυτό συνέβει όταν ο το ελληνικό όνειρο του δημοσιουπαλληλισμού συνάντησε το αμερικάνικο όνειρο του "μπορείς να γίνεις ότι μπορείς να φανταστείς" σε μια χώρα που είσαι ότι δηλώσεις. Έτσι οι πλούσιοι δηλώνουν φτωχοί και οι άτεχνοι καλλιτέχνες. Αν έχεις κλίκα διάβαινε...
Απολαύστε χωρίς φόβο και πάθος ένα αποκαλυπτικότατο με τον ιδιαίτερο τρόπο του κείμενο.
Και μη χειρότερη χρονιά να έχουμε - λέμε τώρα...)
Βραβείο (αντι)ποίησης
Του Otto The Great Chaos (μη γελιέστε, ξαναγεννημένος Έλληνας είναι)
Από βραδύς
είχε πιάσει το ψιλόβροχο, ο ουρανός είχε πιάσει την αγιαστούρα του και έριχνε
στα τυφλά μες στη παχιά ομίχλη, να φορτίσει την ολάπαλη μούχλα που αγκαλιάζει
σα σάλι γριάς τη Σαλονίκη, το ενοχλητικό και συνάμα τόσο γοητευτικό αξάν του
μικροκλιματικού της ταμπεραμέντου. Μεσάνυχτα έπιασε να φυσά ένα αργό, θλιβερό,
τσουχτερό βορειοδυτικό στοιχειό, σβουρίζοντας τ’ αγιάζι από παράθυρο σε
παράθυρο, χωρίς όμως να ‘χει το επιβάλλον να σαλαγήσει τα σύννεφα, που ‘χαν
σταθεί με την απορριπτική ματιά τους στυλωμένη πάνω απ’ την πόλη, να επιτιμούν
βλοσυρά το βαυκαλισμένο της ραχάτι, ανάμεσα στο ξεμούστωμα μιας ξέφρενης
γιορτής που ‘φευγε και τη φιλήδονη προσμονή για μια ακόμα πιο ξέσαλη που
‘ρχόταν. Ξημέρωσε παραμονή Πρωτοχρονιάς…
Ξύπνησα
αργά, ράθυμα, με μια διάθεση βαριά, δυσκίνητος σα νταλίκα σε καντούνι. Άνοιξα
το στόρι να μπει στο δωμάτιο το φως της μέρας μα μέχρι εκείνο να μπει μέσα είχε
πάθει διάσειση χτυπώντας από ντουβάρι σε ντουβάρι και αντί να λάμψει έδωκε κάτι
χρώματα γκρίζα σαν το τσιμέντο γέρικης πολυκατοικίας. Μέχρι και το φως είχε
γίνει σκιά του εαυτού του. Έσουρα το μολυβένιο μου καύκαλο μέχρι την κουζίνα,
έκαμα να πιάσω το μπρίκι. Το μετάνιωσα κι έσβησα το μάτι. Άφησα κάτω και το
τηλεκοντρόλ που ‘χα μηχανικά κι ανύποπτα γραπώσει, προτού ν’ ανοίξω το
χαζοκούτι. Προκειμένου, σκέφτηκα, να ρουφάω το μαυροζούμι σαν το μοσχάρι
μονάχος μου, παρέα με εικονικά ομιλούντα κεφάλια, κάλλιο να πάω να βρω κάποιον
ν’ ανταλλάξω δυο κουβέντες – ας είναι και για ποδόσφαιρο, αν και δεν
πολυσκαμπάζω – να πιω έναν καφέ σαν άνθρωπος. «Καλημέρα» είπα μεγαλόφωνα, μόνο
και μόνο για ν’ ακούσω τη φωνή μου, όμως αυτό που βγήκε απ’ το λαρύγγι μου ήταν
πνιγμένο και βραχνό, σαν να ‘ταν κάποιου
άλλου η φωνή. Η σκιά της φωνής μου. «Γαμώ τον Άδη μου», είπα καθαρίζοντας το
λαιμό μου απ’ τα φλέματα, αψευδείς μάρτυρες απονύχτερων καταχρήσεων. Ακούστηκα κάπως σαν να ‘μουν εγώ…
Καβάλησα τ’
αμάξι και κατευθύνθηκα προς το κέντρο, ίσια για το καφενείο του Γιάννη, ενός
γείτονα που έμενε στην απέναντι απ’ το σπίτι μου οικοδομή. Βρισκόταν μερικά
τετράγωνα μακριά απ’ τη δουλειά μου κι έτσι είχα πάρει τη συνήθεια να στέκομαι
για λίγο, πριν ή μετά το μεροκάματο, για έναν καφέ και λίγη ελαφρά κουβεντούλα
επί παντός επιστητού. Ακόμα κι αν δεν έβρισκα κείνη τη μέρα κάποιον απ’ τους
συνήθεις αργόσχολους συνομιλητές μου, τουλάχιστον θα μπορούσα ν’ ανταλλάξω δυο
λέξεις με τον ιδιοκτήτη. Μπήκα, κάθισα
σ’ ένα σκαμπό στο βαρύ ξύλινο μπαρ, χαιρέτησα το Γιάννη και παράγγειλα τον καφέ
μου, βγάζοντας πάνω στον πάγκο το πακέτο με τα τσιγάρα να το ‘χω πρόχειρο.
Κοίταξα γύρω τους ελάχιστους θαμώνες, που - όπως εγώ - δεν είχαν χρήμα ή
διάθεση να εφορμήσουν στην αγορά, ούτε κάποιο ρεβεγιόν να προετοιμάσουν. Στην
πιο άδεια γωνιά του μαγαζιού, είδα να κάθεται μονάχος, χαμένος στις σκέψεις
του, ο δευτεροξάδελφός μου ο Ιάσονας…
Ήταν απ’
τους τελευταίους συγγενείς, που έχουν το ίδιο επίθετο με μένα σε τούτη την
πόλη. Γύρω στα δεκαπέντε χρόνια μεγαλύτερός μου, τον θυμόμουν απ’ την παιδική μου ηλικία, όταν
δούλευε για ένα φεγγάρι μαζί με τον πατέρα μου κι εκείνος κάμποσες φορές τον
έφερε σπίτι για φαγητό. Είχα να τον δω από τότε, μέχρι που τόνε πέτυχα ξανά σε
τούτο τον καφενέ, λίγους μήνες νωρίτερα. Τότε όμως έμαθα απ’ τη μάνα μου, ότι ο
Ιάσωνας είχε περάσει μικρός μηνιγγίτιδα, που του δημιούργησε κάμποσες
νευρολογικές διαταραχές, ή όπως θα έλεγε η καλή γιαγιά μου, του άφησε
κουσούρι. Κάποιο μεσημέρι, λίγες μόλις μέρες
πρωτύτερα, είχαμε με το Γιάννη την αθιβολή του. «Πώς είναι ο Ιάσωνας τώρα;»,
τον ρώτησα. «Καλά είναι», μου ‘πε και συμπλήρωσε με αλεπουδίσιο χαμόγελο «…δεν
παίρνει τώρα πια πολλά χάπια», τονίζοντας το «πολλά» με τρόπο αρκετά
παραστατικό.
Να λοιπόν με
ποιον θα ‘πινα τον καφέ μου παρέα. Τον συμπαθούσα έτσι κι αλλιώς, κι αν ήταν
κομματάκι κουζουλός, χρειαζόμουν μια απόδραση απ’ τη βαρυθυμία που με είχε
καλημερίσει κείνο το πρωινό σα δεκάτονο σφυρί κατάστηθα. Δεν ήταν άλλωστε ο
μόνος εκεί γύρω που ‘χε το κουσουράκι του, με πρώτη και καλύτερη την αφεντιά
μου αυτοπροσώπως. Πήρα τα συμπράγκαλα και μεταφέρθηκα δίπλα του, γεμίζοντας
λιγάκι την άδεια γωνιά του καταστήματος με το μπόι μου. Ξαφνίστηκε λίγο, καθώς
αποσπάστηκε απ’ τις σκέψεις του κι έδειξε χαρούμενος που με είδε· μάλλον έψαχνε,
σκέφτηκα, κι αυτός για συντροφιά.
Ανάψαμε
τσιγάρο και πιάσαμε την ψιλοκουβέντα. Τον ρώτησα τι ήταν εκείνο που τον είχε
βυθίσει σε τόσο βαθύγνωμες σκέψεις. «Α, δεν το ξέρεις, γράφω ποιήματα, είμαι
ποιητής» μου απάντησε κείνος όλος καμάρι. «Έχω εκδώσει και μια συλλογή, θέλεις
ν’ ακούσεις ένα απόσπασμα;». «Ωχ έμπλεξα», δαγκώθηκα από μέσα μου, όμως σε μια
δεύτερη σκέψη είπα πως δεν υπάρχει κανένας τρόπος να κρίνεις τα ποιήματα
καποιανού, μόνο και μόνο απ’ τη φάτσα του. Τόσοι και τόσοι μεγάλοι καλλιτέχνες
ήταν νευρασθενείς, γιατί ν’ αδικήσω τον ξάδελφο; «Ρίξ’ το», του απάντησα
εύθυμα. Χαρούμενος που βρήκε πρόθυμο
ακροατή, πήρε ονειροπόλο ύφος, στύλωσε το βλέμμα του σε μια κολώνα απέναντι,
κάπου ψηλά, κι άρχισε ν’ απαγγέλει με περίσσιο πάθος. Η ποίηση είναι παράξενο
πράμα, με μια λεπτοφυή, φευγαλέα φύση, τόσο αραχνοΰφαντη που μερικές φορές τη
βλέπεις, ενώ κάποιες άλλες όχι, ανάλογα με την οπτική γωνία της ματιάς σου.
Προσπάθησα να είμαι όσο πιο ανοιχτόμυαλος μπορούσα, όμως τούτο δεν ωφέλησε. Η
ποίηση του Ιάσωνα ήταν στην καλύτερη περίπτωση παιδαριώδης, σαν τα στιχάκια που
γράφαμε πιτσιρικάδες στο σχολείο με την τσακαλοπαρέα. Τίποτα παραπάνω, δυστυχώς
και για κείνον και για μένα...
Ήταν όμως
τέτοια η ζέση που ‘βγαινε απ’ τα στήθη του, υγρά τα μάτια του και παλλόμενα τα
χείλη του, που μ’ έκαμε να νιώσω ότι για τον ίδιο, τούτο ήταν πολύ σημαντικό,
ίσως και το μόνο που τον συγκινούσε βαθιά κι έδινε αξία στην άχαρη ύπαρξή του.
Απάγγελνε πάντως δίχως στόμφο, με συναίσθημα, το ζούσε. Ίσως αυτός, σκέφτηκα,
να ‘ταν ο λόγος που δεν έπαιρνε πια «πολλά» χάπια. Δεν τον διέκοψα το λοιπόν
και ρούφηξα τον καφέ μου σιωπηλά, ακούγοντάς τον με προσποιητό ενδιαφέρον, ενώ
έπινα το τσιγάρο μου δήθεν βαθυστόχαστα…
Ίσως να το
κατάλαβε, ίσως και να κουράστηκε ο ίδιος απ’ την κατάνυξη της απαγγελίας,
πάντως μετά το τρίτο ποίημα σταμάτησε ευτυχώς από μόνος του. «Έχω στείλει κάνα δυο και σε κάποιον
διαγωνισμό ποίησης, πώς σου φάνηκαν;» ρώτησε κατεβάζοντας σεμνά το βλέμμα.
«Πολύ ωραία, γουστάρω» τον καλόπιασα.
«Θέλω πολύ
να κερδίσω τούτο το βραβείο, μακάρι και τρισμακάρι, δεν βλέπω να ‘χω όμως
πιθανότητες» συνέχισε κείνος με ματιά ονειροπόλα.
«Φυσικά
έχεις ρε Ιάσωνα, απόψε είναι η νύχτα των ευχών έτσι κι αλλιώς, ό,τι ευχηθείς
μπορείς να το’ χεις» τον σιγοντάρισα εγώ, λίγο μπαμπέσικα το παραδέχομαι, όμως
δεν ήθελα να τον κακοκαρδίσω μέρα που ήταν. Και τι θα κέρδιζε δηλαδή ο κόσμος,
η τέχνη ή η αλήθεια, εάν εγώ προγκούσα τον πτωχό τω πνεύματι, τον ονειροπόλο
κουζουλό, αν του χαλούσα τ’ όνειρο; «Ποιος σου εξέδωσε τη συλλογή;» τον πρόφτασα
πριν αρχίσει ν’ απαγγέλει το τέταρτο και ποιος ξέρει πόσα ακόμα. «Α, μόνος μου
έκανα την έκδοση κι ας μην είχα μία. Ένα χρόνο μάζευα, μάζευα, απόταζα, έσφιξα
το ζωνάρι μέχρι την τελευταία τρύπα, ωσότου να κάμω μπαγιόκο», απάντησε κείνος
με το πρόσωπό του να φεγγοβολά από ειλικρινή περηφάνια και χαλάλι όλη η πείνα
που τράβηξε, παράπονο κανένα. Συγκινήθηκα είν’ η αλήθεια, από τόση προσήλωση,
τόσο αίσθημα, τόση αυταπάρνηση, ακόμα και με τόσο λίγο ταλέντο.
~~~~{}~~~~
Δεν έκρινα
σκόπιμο να του πω πως κι εγώ έγραφα ποιήματα, από πολλά χρόνια. Ουδέποτε είχα
δει τον εαυτό μου ως ποιητή, παρά πιότερο σα στιχοπλόκο. Οι στίχοι μου ήτανε
φτιαγμένοι για να εκφράζουν το δικό μου σώψυχο και ποσώς δε μ’ έκοφτε να τους
δει άλλος κανένας. Κάποτε κάποιος τους διάβασε, του άρεσαν, μου ζήτησε
αντίγραφα κι ύστερα φτάσανε σιγά σιγά να τους διαβάσουνε καμιά πενηνταριά ως
εκατό νομάτοι, το μυστικό μου κοινό, ο κύκλος των χαμένων αναγνωστών ενός
αγέννητου ποιητή…
Ήταν όμως
και το άλλο. Δεν ξέρω πώς ήταν οι παλιοί οι ποιητάδες και τι γνώμη θα ‘βγαζα
για δαύτους, αν τους είχα γνωρίσει δια ζώσης, όμως στη δική μου εποχή ο κάθε
πικραμένος είχε δηλώσει ποιητής, κι όποιον γνώρισα από κοντά μου ‘χε φανεί
ανάξιος λόγου ή στην καλύτερη περίπτωση γραφικός, για να το πω με λόγια απλά. Δε
θέλησα λοιπόν να εμπλακώ με κείνο το χώρο, δεν ένιωθα πως είχε κάτι να μου
προσφέρει, ούτε κάποια εσωτερική μου ανάγκη να καλύψει. Έτσι κι αλλιώς το ύφος
του ποιητή, κείνο του λεπτεπίλεπτου, φθισικού κι υπερευαίσθητου καλλιτέχνη, δεν
μου πήγαινε καθόλου μα την αλήθεια. Άσε που στην προκειμένη περίπτωση δεν είχα
καμία όρεξη να βρεθώ κι εγώ ν’ απαγγέλω ποιήματα μέσα στον καφενέ, θωρώντας σα
χάχας το κιονόκρανο - Χριστός κι
Απόστολος - αρκετά ρεζίλι είχα γίνει την προηγούμενη, που τα ‘χα κοπανήσει κι
έπιασα να χορεύω σόουλ λατινοαρκουδιάρικο, καταμεσής στο μπαράκι όπου
συναγέλαζα το απελπισμένα εύθυμο τομάρι μου, ανάμεσα σε άλλα, κάθε λογής
αβάσταγα σαρκία…
Εκμεταλλεύτηκα
τη χαρά και την ευφορία του ξάδελφου, για να τον πιάσω στον ύπνο και να τραβήξω
τη συζήτηση σε μονοπάτια που ‘ξερα ότι θα μας αποσπούσαν απ’ την επικίνδυνη
ατραπό της εκ του προχείρου ποίησης. Έντεχνα η κουβέντα έφτασε στο σόι μας, του
οποίου ήμασταν οι τελευταίοι ευγενείς απόγονοι, στην κρητική μας καταγωγή και
στην εμπλοκή του εκεί κλάδου της φύτρας μας σε μια βεντέτα που ακόμα κρατούσε
κι όπου παραλίγο να μπλεχτώ από σπόντα και του λόγου μου. Το τέχνασμα πέτυχε κι
ο ποιητικός οίστρος σκόρπισε, ανάμεσα στις οικογενειακές ιστορίες και τα
στιγμιότυπα άλλων εποχών. Αναπόφευκτα η κουβέντα έφτασε και στον μπάρμπα Μανιό,
τον παππού μου και μπάρμπα του Ιάσωνα…
~~~~{}~~~~
Κείνος πάλι
δεν ήταν όποιος κι όποιος, αλλά μια ξεχωριστή φυσιογνωμία, που ασκούσε γοητεία,
παράξενη κι αφεύγατη, σ’ όσους τόνε γνώρισαν. Πολεμιστής, ταξιδευτής, αλέγκρος και
μποέμης, αζάπης, ασίκης και κατακτητής, εραστής της περιπέτειας, μυημένος στην
ανατολίτικη σοφία και στους σούφικους τεκέδες, μέγας παραμυθάς κι αφηγητής
πλανευτικός, που ρουφούσε θαρρείς ηδονικά και γευόταν την αναπόσπαστη προσοχή
του ακροατή του, προικισμένος με υπεράνθρωπη σωματική δύναμη, ένας άνθρωπος των
θαυμάτων, σάμπως από μια ράτσα υψηλή και μυθική. Κι αν κείνη η ράτσα στ’
αληθινά υπήρχε, όλοι εμείς οι συγγενείς του, εκείνοι που μοιραζόμασταν κοινό
γενετικό υλικό μ’ αυτόν, νιώθαμε πως κάτι απ’ τα ιδιαίτερά του χαρίσματα είχε
περάσει και σε μας, φαντασιωνόμασταν πως είχαμε κι εμείς μέσα μας κάτι
θαυμαστό, ότι κουβαλούσαμε το σπέρμα μιας ύπαρξης, που θα μπορούσε εν δυνάμει
να υπερβεί τις ανούσιες, βαρετές κι ασήμαντες ζωές μας. Έτσι, σε κάθε μάζωξη
του σογιού, όλοι είχαν να διηγηθούν από μια παράδοξη κι εκπληκτική του ιστορία,
μια περιπέτεια, ένα σοφό απόφθεγμα· ο μύθος του παρέμεινε ζωντανός, πέρα απ’
τον φυσικό του θάνατο σε υπεραιωνόβια ηλικία.
Πάνω στην
κουβέντα, άξαφνα ο Ιάσωνας πήρε πάλι κείνο το ύφος το φευγάτο, όπως όταν τον
πρωτοσυνάντησα να δοκιέται τα ποιήματά του. Έπιασε τον συναισθηματικά
φορτισμένο τόνο που ‘χε όταν απάγγελνε και μου ‘πε τηρώντας αψηλά: «Μανώλη, ο
μπάρμπα Μανιός ήταν ο πάππος σου, έχεις τ’ όνομά του. Μακάρι να πάρεις και τη
χάρη του». «Δεν θέλω να γίνω πικρόχολος
σήμερα, όμως τι χάρη να πάρω ρε Ιάσωνα, που μετά βίας τον γνώρισα τούτο τον
άνθρωπο;» έκανα εγώ, όσο μπορούσα πιο καλόκαρδα. Με κοίταξε σα να του ‘κοψα τον
ειρμό και χωρίς ν’ αλλάξει ύφος ή τόνο, συνέχισε: «Ο μπάρμπα Μανιός είχε πολλές
γυναίκες, έκαμε πολλά παιδιά, περιπλανήθηκε, γλέντησε, ήταν μπεχλιβάνης, ήταν
και φιλόσοφος· ο πάππος σου ήταν ο
Ζορμπάς, τι άλλο θέλεις;» «Τι λες δηλαδή, έχω πάρει τα γονίδια;», έκανα εγώ
γελώντας. «Ε τότε κάτσε να σηκώσω το τραπέζι με τα δυο δάχτυλα…» Έπιασα το
μαρμάρινο τραπέζι με τον αντίχειρα και τον δείχτη, κι έκαμα πως κοκκινίζω
πασχίζοντας τάχα να το σηκώσω. «Βλέπεις; Σιγά ρε τα γονίδια!», είπα ξεφυσώντας.
«Γονίδια δε γνωρίζω. Αυτό που ξέρω είναι ότι ο μπάρμπας πολύ σ’ εκτιμούσε του
λόγου σου», μου αντιγύρισε ο Ιάσωνας με το φυσιολογικό του πια ύφος. «Μου ‘χε
μιλήσει κάμποσες φορές για σένα».
Ομολογώ
τούτο με ξάφνισε. Ποτέ δεν το ‘λπιζα πως ο γέρος θα είχε καλή άποψη για του
λόγου μου, αφού μετά βίας με γνώριζε, τουλάχιστον ύστερα απ’ την παιδική μου ηλικία. Φάνηκε
στον τρόπο που τον κοίταξα κι ο Ιάσωνας χαμογέλασε κάπως παιδιάστικα. «Περνούσα και τον έβλεπα τα τελευταία χρόνια
της ζωής του, πίναμε καφεδάκι. Κάνα χρόνο πριν πεθάνει σ’ ανέφερε τρεις
τέσσερις φορές». «Και τι είπε δηλαδή;» «Ότι σου ‘χει υπόληψη κι ότι χαίρεται
που πήρες τ’ όνομά του, ήταν για κείνον σοβαρό θέμα αυτό. Έλεγε πως ήταν
σίγουρος ότι έχεις… ξέρεις, εκείνη τη σπίθα, που κάμει τον… Μάγο». «Δηλαδή πα’
να πει πως ο παππούς μου ήταν μάγος κι εγώ μαγόπουλο;» «Ο πάππος σου ήταν ο
Ζορμπάς, δεν χρειάζεται να πω τιποτ’ άλλο!», έκαμε κι αποτραβήχτηκε στις
σκέψεις του…
Κι εγώ, που
βρισκόμουν αρπαγμένος απ’ τη δίνη της προσωπικής μου Κρίσης, έψαχνα από κάπου
να κρατηθώ, να πιστέψω, να τυλιχτώ με μιαν ακρούλα αυτοεκτίμησης. Τα λόγια του
Ιάσωνα άγγιξαν κάποια περίεργη χορδή μέσα μου, που τόξεψε τη διάθεσή μου σαν
φλεγόμενο βέλος μεσούρανα. Ο παππούς μου ήταν ένας Μύθος, ένας Μάγος, ένας Ζορμπάς.
Και τη μούρη μου τη θεωρούσε αντάξιά του, ήταν περήφανος για μένα. Μπροστά στη δυσκολότερη επιλογή της ζωής μου,
πάνω στην ώρα που το ‘χα πιότερο ανάγκη, μέσα απ’ το στόμα του Ιάσωνα, ο
μπάρμπα Μανιός μου ψιθύρισε στ’ αυτί, με το χαμόγελο που έπαιρνε όταν σου ‘λεγε
κάτι που ήξερε πως δεν θα το καταλάβαινες: «Μπορεί να ‘χεις μέσα σου κάτι απ’
το Ζορμπά…» Δεν είχα δει ποτέ τον εαυτό μου έτσι, ίσως τούτη να ‘ταν όμως η
κατάλληλη στιγμή. Αυτή άλλωστε δεν είναι η Τέχνη ενός Μάγου, ο ίδιος ή το
μήνυμά του να καταφτάνουν πάντοτε στη σωστή τους ώρα;
Του ‘σφιξα
το χέρι, του ευχήθηκα για το νέο έτος τα καλύτερα και σηκώθηκα εύθυμα να
πληρώσω. «Κερνάω εγώ, θα τα ξαναπούμε φαντάζομαι», είπα καθώς έπαιρνα το
μπουφάν μου και κινούσα για το ταμείο. Με χαιρέτησε μ’ ένα νεύμα του χεριού και
βυθίστηκε ξανά στον κόσμο του. Βγήκα απ’ το καφενείο και θα ‘λεγε κανείς ότι
ξάφνου ανακαλύφτηκε η αντιβαρύτητα. Κείνο το δυσβάσταχτο πρωινιάτικο άχθος
αρούρης, έδωσε τη θέση του σ’ ένα αίσθημα που έπλεε ψυχεδελικά στα ουράνια, σα
μεθυσμένο Ζέπελιν. «Το λοιπόν δεν βγήκα καθόλου χαμένος, που ‘κατσα ν’ ακούσω
την ποίηση του Ιάσωνα», είπα μέσα μου. Τα πρώτα του εντάξει, δε μου ‘λεγαν
τίποτα, αλλά κείνα ήταν μονάχα το ζέσταμα. Το καλύτερο ποίημα του το ‘γραψε,
όταν δεν προσπαθούσε πια να σκαρώσει ένα ποίημα, όταν το μυαλό του είχε
αποσπαστεί απ’ το μόχθο. «Ο πάππος σου ήταν ο Ζορμπάς, τι άλλο θέλεις;» Όμως
τούτο μ’ έκανε μένα τον ακροατή του, να ταυτιστώ, να συμμετάσχω συναισθηματικά, με οδήγησε πάνω
απ’ όλα στην κάθαρση. Τι περισσότερο δηλαδή θα μπορούσε να κάμει ένας ποιητής
κι ένα ποίημα του; Ίσως να υπάρχουν
ποιήματα γραμμένα μοναχά για έναν άνθρωπο, έναν μοναδικό ακροατή ή αναγνώστη.
Όμως και πάλι η Τέχνη επιτελεί τη νομοτέλειά της. Έπραξα σοφά που δεν βιάστηκα
να τόνε χλευάσω…
Αφού λοιπόν τούτο δω του το ποίημα ήταν
γραμμένο για μένα ειδικά κι αφού είχε αναμφίβολα βρει το στόχο του, μάλιστα με
τον καλύτερο δυνατό τρόπο, του άξιζε κι ένα βραβείο προσωπικά απ’ την πλευρά
μου. «Αγαπητέ κύριε Ιάσωνα Αντραλάκη, με χαρά σας απονέμω τον Βραβείον Ποιήσεως
του Μεγάλου Χάους» είπα μεγαλόφωνα με κωμικό στόμφο, στο δρόμο για τ’ αμάξι.
Άξαφνα ήξερα ποιο δρόμο ήθελα να πάρω κι αυτό με συδαύλιζε μ’ ένα αίσθημα
δύναμης, χαράς κι εμπιστοσύνης, κόντρα σ’ όλες τις πιθανότητες. Σήκωσα το
τηλέφωνο να κανονίσω για το βράδυ. Απόψε θα του ‘δινα να καταλάβει…
~~~~{}~~~~
Το Χάος Βυσσοδομεί
Ο κύριος
Οδυσσέας σήκωσε το κεφάλι του απ’ τη στοίβα των γραπτών που γέμιζε το
ναυτιλιακό του γραφείο κι αναστέναξε μ’ απόγνωση. Ήταν ίσως η πρώτη φορά, τώρα
στα γεράματα, που μετάνιωνε γιατί εκτός από ναυτιλιακός πράκτορας ήταν επίσης
πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Ποιητών Βόρειας Ελλάδας «ο Ιαπετός», μετάνιωνε
ακόμα και που έγινε ο ίδιος ποιητής, που ‘χε γράψει έστω στη ζωή του έναν στίχο.
Δεν ήξερε πως η Σαλονίκη των Ποιητών είχε μαζέψει τελευταία τόσα ψώνια της
Μούσας. Τούτος ο διαγωνισμός ποίησης ήταν η χειρότερη ιδέα που ‘χε ποτέ. Η
«κριτική επιτροπή» της οποίας η σύσταση ανακοινώθηκε, είχε δέκα μέλη, το εξής
ένα: εκείνον τον ίδιο! Οι υπόλοιποι ήταν μέλη της Εταιρείας, που βαριόνταν ν’
ασχοληθούν κι έβαλαν απλά τ’ όνομά τους για μπούγιο. Όλα για τη δόξα γίνονται
εξάλλου. Εκατοντάδες συμμετοχές, η μια χειρότερη απ’ την άλλη, απόκαμε πια. Τα
προγούλια του έτρεμαν από ιερή αγανάκτηση. «Πώς κατάντησε έτσι η νέα γενιά, πού
χάθηκε το ταλέντο;» Ξεφύσησε άλλη μια φορά και σταύρωσε τα μικρά του χέρια με
τα χοντρά δάχτυλα, πάνω στη θολωτή κοιλιά του.
Τι να ‘καμε, έπρεπε να το υποστεί. Έπιασε τον επόμενο φάκελο και κοίταξε
τ’ όνομα: Ιάσων Αντραλάκης. Κάτι του ‘λεγε τούτο τ’ όνομα. «Ρε Αντραλάκης δεν
ήταν κείνος ο φίλος μου, που ‘χε την αποθήκη υφασμάτων στην Βαλαωρίτου;» είπε
στον εαυτό του. «Έγραφε κι ο γιος του ποιήματα, μου είχε φέρει ο Ευθύμης να
διαβάσω πεντέξι απ’ αυτά», θυμήθηκε. Του είχαν αρέσει όλα, είχε μάλιστα στείλει
συγχαρητήρια στον νεαρό. Δεν θυμόταν ακριβώς το μικρό του, όμως το Ιάσων του
φαινόταν εξόχως ποιητικό κι ερχόταν καράρι στην περίσταση. Πόσους δα ποιητές να
‘χει ένα σόι με τόσο σπάνιο επίθετο…
Δεν το άνοιξε, δεν είχε κουράγιο να διαβάσει
τίποτ’ άλλο για κείνη τη μέρα, ούτε για κείνο το μήνα καλύτερα. Ο νέος έγραφε
καλά, κι ο κύριος Οδυσσέας έλπιζε ότι δεν είχε σκαρτέψει στην πορεία, ήταν
σίγουρος δηλαδή. Μπροστά σε όσα είχε διαβάσει τώρα δα, δεν θα μπορούσε κείνος
να τα ‘γραφε χειρότερα. «Στο κάτω κάτω, δικό μας παιδί, γιατί να μην το
υποστηρίξουμε…» Ξεχώρισε τον φάκελο, έβαλε τους υπόλοιπους στα κουτιά τους κι
επιτέλους ανάσανε. Η αγγαρεία είχε λάβει ένα τέλος, άντε γιατί είχε και
δουλειές που ‘χε φορτώσει στον οιστρόλαλο κόκορα. Με τον φάκελο στο άλλο χέρι,
σήκωσε το τηλέφωνο…
~~~~{}~~~~
Ο ήχος
κλήσης του κινητού ολόλυξε μες στην απόλυτη σιωπή του μισοφώτιστου δωματίου,
αποσπώντας με βίαια απ’ τη διαδικτυακή ψιλοκουβέντα που μ’ είχε απορροφήσει.
Άπλωσα να το πιάσω κι έριξα μια ματιά στην οθόνη· ήταν ο πατέρας μου. «Έλα
Μανωλιό, Ευθύμης εδώ», έκανε χαρούμενα, «τι μου γλυκοπικρογίνεσαι;». «Καλά ρε
μπαμπά, τίποτε το συγκλονιστικό, εσύ;»
«Με πήρε τηλέφωνο ο φίλος μου ο κύριος Οδυσσέας – ξέρεις, ο ποιητής –
και με ρωτούσε αν φχαριστήθηκες με το βραβείο ποίησης που κέρδισες» είπε χωρίς
να προσπαθήσει να κρύψει έναν τόνο περηφάνιας που χρωμάτιζε τη φωνή του. «Ποιο
βραβείο ποίησης, τι λες;» έκανα με ειλικρινή απορία. «Δεν έστειλες ποιήματά σου
στον διαγωνισμό ποίησης του Ιαπετού; Ο Οδυσσέας μου είπε πως είδε το φάκελο με
τ’ όνομά σου και σου απένειμε το βραβείο χωρίς δεύτερη σκέψη, το άξιζες αβλεπί,
όπως τόνισε χαρακτηριστικά». «Σοβαρά; Και τι άλλο σου ‘πε;» ρώτησα με
προβοκατόρικη φωνή. «Πόσο καλά ήταν τα ποιήματά σου, “όαση στην έρημο” τ’
αποκάλεσε, κι ύστερα γκρίνιαζε για τη χαμηλή ποιότητα των περισσότερων απ’ τ’
άλλα, κι όλο επαναλάμβανε “πού χάθηκε η έμπνευση στη νέα γενιά;” και τα τοιαύτα». «Ωραία και καλοσούσουμα όλα
αυτά, όμως δεν έχω στείλει κανένα ποίημα σε κανένα διαγωνισμό, ούτε φυσικά
έλαβα κάποιο βραβείο σε πληροφορώ» είπα εγώ σαρκαστικά. «Και τότε τι στα
κομμάτια έγινε ρε Μανώλη; Πού πήγε το βραβείο;» έκανε κείνος σαστισμένος και
κάπως απογοητευμένος. «Πού θες να ξέρω εγώ ρε πατέρα, σάματις με νοιάζει κιόλας;
Κάποιο λάθος θα ‘καμε ο κυρ Οδυσσέας».
Τον
χαιρέτησα και κλείσαμε. Έμεινα για λίγο να κοιτάζω μπερδεμένος στο κενό, όμως
γρήγορα η εικόνα σχηματίστηκε ξεκάθαρη μπρος στα μάτια μου. Δεν χρειαζόταν να
είμαι ο Ηρακλής Πουαρώ για να καταλάβω ποιος ήταν εκείνος που ‘χε στείλει
ποιήματα στον διαγωνισμό και σε ποιον συνεπώνυμο είχε πάει το βραβείο. Άρχισα
να γελάω μόνος μου, σαν παραλοϊσμένος, μ’ ένα γέλιο νευρικό κι ελαφρώς πικρό.
Ένα βραβείο ποίησης που δεν ζήτησα, σ’ έναν διαγωνισμό στον οποίο δεν συμμετείχα,
ούτε καν γνώριζα τίποτα γι’ αυτόν, μια διάκριση που δεν άξιζα – αφού την
κέρδισα με μέσον, χωρίς καν να μπουν στον κόπο να διαβάσουν τα ποιήματα που
βράβευσαν – η οποία από σπόντα κατέληξε
να δοθεί σε κάποιον άλλον. Το σύμπαν είναι παρανοϊκό, καλά το λέει ο
γερο-Άλιστερ. Είχα πολύ καιρό να διασκεδάσω έτσι αβίαστα με κάτι, πόσο μάλλον
με μια τόσο περίτεχνη και καλοστημένη ειρωνεία του Χάους. «Πού θες να τη βρούμε
την ποίηση οι νεώτεροι κυρ Οδυσσέα μου, όταν εσείς οι παλαιοί, οι εμπνευσμένοι
κι οι φτασμένοι χαρίζετε στα δικά σας τα παιδιά βραβεία και διακρίσεις…
αβλεπί;» Σιγά σιγά τα τραντάγματα των καγχασμών κοπάσανε και κατόρθωσα να
ξαναβρώ την αναπνοή και την αυτοκυριαρχία μου.
Ύστερα
θυμήθηκα το «Βραβείον Ποιήσεως του Μεγάλου Χάους» που είχα απονείμει – στ’
αστεία, όμως μέσα απ’ την καρδιά μου – στον Ιάσωνα την παραμονή της
Πρωτοχρονιάς κι οι σκέψεις μου τράβηξαν άλλο μονοπάτι. Στοχάστηκα πως τούτο το παράξενο συμβάν αποτελεί εκδήλωση Συμπαντικής
Δικαιοσύνης, της Προσαρμογής, της Θεάς Μάατ των Αρχαίων Αιγυπτίων που
ζυγιάζει σαν γύπας τα φτερά της στους Ουρανούς, που εμπρός της γονατίζουν Θεοί
και Φαραώ. Τούτο το βραβείο, δεν το ‘χα ανάγκη, δεν είχε για μένα καμμία
σημασία ή αξία, ούτε και θα αισθανόμουνα περήφανος για την κατάκτησή του. Αυτές
τις δάφνες, κατά το παράδειγμα του Καζαντζάκη, θα τις είχα βάλει στο στιφάδο.
Για τον Ιάσωνα ήταν ίσως το πιο μυριάκριβο δώρο που θα μπορούσε να ποθήσει, που
θα τολμούσε να ευχηθεί. Το φάρμακό του, η περηφάνια του, το ίρτζι του, το έχος
και το βιος του. Κείνος τώρα, δικαιολογημένα και τεκμηριωμένα θα θεωρείται πια
ως ποιητής και μάλιστα καταξιωμένος, με περγαμηνές. Γιατί όχι; Όλα σε τούτο το
ντουνιά έχουν για κομπάσο το χαρτί, το πτυχίο, τη διάκριση· άμα τα ‘χεις αυτά,
κανείς δεν ψάχνει αν διαθέτεις μαζί και το ταλέντο, αρκεί να κουβαλάς το ψώνιο.
Ο Ιάσωνας τόλμησε να ζητήσει ένα Βραβείο Ποίησης και το Χάος του το ‘δωσε. Κι
αν ήταν από κάποιον άλλον να το πάρει, τούτος αυτοδίκαια θα ‘πρεπε να ‘μουν
εγώ, που του το είχα ήδη απονείμει, παραδέχτηκα δηλαδή κατά βάθος πως του
άξιζε.
Όμως κι εγώ
απ’ την πλευρά μου, έλαβα το αντίτιμό μου και μάλιστα τοις μετρητοίς, κείνη την
ίδια μέρα, μια Παραμονή Πρωτοχρονιάς που ‘χε ξεκινήσει σαν Μεγάλη Παρασκευή κι
είχε τελειώσει σαν Πατρινός Καρνάβαλος. Ο μύθος θέλει τη θεά Μάατ να ζυγίζει
στη φλωροζυγαριά της τις ψυχές των νεκρών, με αντίβαρο ένα φτερό. Αν η ψυχή
είναι βαρύτερη, τότε εκπίπτει. Το αίσθημα ελαφρότητας κι ανάτασης που καζάντισα
κείνο τ’ απομεσήμερο, ίσως και να μου ‘χε σώσει την ψυχή κι έτσι ξαναγεννήθηκα,
έπειτα από έναν εσωτερικό θάνατο, όπου όλα μοιάζαν γκρίζα κι είχαν γκρίζα γεύση
κι οσμή. Ο καθένας από ‘μας πήρε ό,τι είχε πιότερο ανάγκη, κείνο που ποθούσε
και χρειαζόταν πάνω απ’ όλα. Η ανθρώπινη
δικαιοσύνη, μοιάζει με τον μπακάλη, που αυτάρεσκα ζυγίζει ένα κιλό ζάχαρη, ενώ
η Προσαρμογή, είναι η αναπλήρωση περίπλοκων συμπαντικών ρυθμών, όπως
περίπου το έθεσε ο Άλιστερ Κρόουλυ, το ανευλαβές Θηρίον…
~~~~{}~~~~
Λίγες μέρες
αργότερα, πέρασα και πάλι απ’ τον καφενέ του Γιάννη, για έναν καφέ και λίγο
μασλάτι, πριν πάω να πιάσω δουλειά. «Κάτσε, σου ‘χω πράμα που σαλεύει», έκανε
με την πρεμούρα του κουρέα του βασιλιά Μίδα, που ‘ξερε πως είχε αυτιά γαϊδάρου.
«Τι έγινε δηλαδή;» είπα εγώ κάπως συγκρατημένα, γοδέροντας μια ρουφηξιά. «Ο
Ιάσωνας ρε, κέρδισε βραβείο ποίησης, μου το ‘δειξε κιόλας, το πιστεύεις;» «Και
γιατί να μην το πιστέψω δηλαδή, στο πηγάδι κατούρησε δαύτος;» έκανα
χαμογελαστά. «Μα καλά έχεις ακούσει, έχεις διαβάσει κανένα ποίημα του Ιάσωνα ρε
Μανώλη;» επέμεινε αυτός μ’ έναν τόνο χαβαλέ αγανάκτησης. «Πώς δεν έχω ακούσει…»
«Και ποια είναι η γνώμη σου δηλαδή;» «Τι να σου πω μωρέ Γιάννη, ειλικρινά δεν
μ’ ενθουσίασαν, όμως τι ξέρουμε εγώ κι εσύ από ποίηση καημένε; Εδώ μου λες ότι
τον έκριναν ανθρώποι ειδικοί και του ‘δωσαν ολάκερο βραβείο». Η επίκληση στην
αυθεντία, είχε απόλυτη επιτυχία. Άπαντες έχουν εκπαιδευτεί να παγώνουν στο
άκουσμα της μαγικής λέξης «Ειδικός». «Ναι, δεν λέω, δίκιο έχεις κατά βάθος…»
είπε με τη φωνή του να φανερώνει όχι πια ειρωνεία, αλλά έναν κάποιο σεβασμό, «…
άλλωστε δεν λένε πως οι καλλιτέχνες είναι όλοι τους και λίγο… ζαβοί;» κατέληξε
μ’ έναν τόνο αποδοχής κι εκλογίκευσης. Ήπια την τελευταία ρουφηξιά, πλήρωσα και
γύρισα να φύγω. «Αν θέτε τώρα ξανακοροϊδέψτε τον έρμο τον Ιάσωνα κουφάλες…»
είπα μέσα μου με περιπαικτικά σαρδόνια φωνή, και κατηφόρισα γελώντας για τη
δουλειά…
Διαβάστε το κείμενο στο πρωτότυπο του στο
http://otto-great-chaos.blogspot.gr/2013/12/blog-post_31.html