Ω Γαμημένε ήλιε. Που ξερνοβολάς ζωή χωρίς να τη ρωτήσεις.
Μου λεν να χαίρομαι που τα χω όλα. Πως πρέπει αυτό να με κάνει να νιώθω που κάποιοι δεν έχουν τίποτα;
Μου λεν να χαίρομαι με τα λίγα που χω. Κοίτα τους άλλους που δεν έχουν τίποτα- μου λεν. Πως πρέπει να νιώθω που’ χω ασύγκριτα λιγότερα από τους λίγους και ασύγκριτα περισσότερα από τους πολλούς; Να νιώθω ένα ευτυχισμένο πιόνι; Ένας ικανοποιημένος υποτακτικός με τη δοτή του θέση στον κόσμο;
Η καρφίτσα
Του Πέτρου Αργυρίου
Να χαίρομαι που χω την υγειά μου… Πως πρέπει αυτό να με κάνει να νιώθω για αυτούς που την χάσαν, για αυτούς που τους την πήραν, για αυτούς που δεν την είχαν ποτέ τους;
Να νιώθω καλά που μια αρτιμελής. Πόσο ανίκανος να νιώσω που άνθρωποι χωρίς άκρα μπορούν να καταφέρουν περισσότερα από μένα;
Να νιώθω καλά που’ μαι που είμαι έξυπνος. Πόσο άχρηστος πρέπει να νιώθω που δεν μπορώ να νικήσω τη βλακεία τη δική μου και των άλλων;
Να νιώθω καλά που μαι όμορφος. Πως πρέπει να νιώσω για αυτούς που εισπράττουν κακία για την ασχήμια τους και κάνουν την ασχήμια τους κακία;
Να νιώθω καλά που χω την όραση μου. Ναι αλλά βλέπω μαζί με την ομορφιά και τη φρίκη. Λάθος, βλέπω τη φρίκη να οργώνει τον κόσμο με τα βαριά της αρχίδια και την ομορφιά, να κρύβεται από τους μνηστήρες της.
Να νιώθω καλά που ακούω. Ναι ακούω… τις μαλακίες τους –και δεν έχουν τέλος. Τις πουστιές τους. Ατέλειωτες και αυτές. Τον ακατάπαυστο ρόγχο της ψυχής τους…
Να μαι περήφανος για αυτό που είμαι. Ναι είμαι άνθρωπος. Η ράτσα που αποσχίστηκε από τη ζωή. Που έμαθε να την ερμηνεύει. Που περνιέται πως είναι το μόνο είδος που το κάνει επειδή έχει τη γλώσσα και τις λέξεις να το κάνει. Το είδος που ανακάλυψε το ψέμα για να ξεκάνει την αλήθεια των λέξεων και μετά να ξεκάνει και τον ίδιο τον κόσμο. Ράτσα διαβολική που περνιούνται για θεοί.
Είμαι ο γιός του πιθήκου. Του μοιάζω σε τόσα. Μαθαίνω όπως αυτός. Αλλά είμαι χειρότερος από δαύτον. Γιατί νομίζω ότι είμαι τα πάντα και θα χρησιμοποιήσω τα πάντα για να δικαιωθώ και να φαγοκυτταρώσω τον κόσμο μες στο παμφάγο εγώ μου…
Η εκδίκηση του άτριχου είδους…. Η εκδίκηση των αγελών τους. Τιμωρούμε τη ζωή για τη δυστυχία που μας προκάλεσε. Και μετά έχουμε το θράσος να λέμε πως η ζωή είναι όμορφη. Ναι η ζωή είναι όμορφη. Για αυτό τη γαμάμε. Μας αρέσει να γαμάμε τα όμορφα….
Σε βλέπω πίσω από τη μάσκαρα. Σε βλέπω πίσω από το χαμόγελο το πιθηκήσιο που κρατάς όσο ψηλά πρέπει με τα μαντηλάκια της ψυχής. Σε βλέπω γυμνό και άτριχο όπως πάντα ήσουν. Μόνο που τώρα έχεις μάθει πώς να γίνεσαι κακός και επιτηδευμένος. Σε εκπαίδευσαν στο κακό που δεν είναι αναγκαίο.
Μπορείς να είσαι όσο σκοταδόψυχος θες. Αρκεί να χεις καλούς τρόπους. Πιστοποίηση υποκρισίας από τους αρμόδιους οργανισμούς διαγωγής.
7 δις μηχανές απληστίας, γυμνές από όνειρα που προστάτευαν την ιερή τάξη των πραγμάτων, γεμίζουν με τα σκατά τους τον πλανήτη, τα ορατά και τα αόρατά του.
Μας αδειάσαν από όνειρα που προστάτευαν το σύμπαν από τη μανία της σάρκας. Μείναμε μοναχά πετσιά, καπότες που περνιούνται για μπαλόνια. Μπαλόνια που με το γινάτι βουλιμικών βρεφών απαιτούν να γεμίσουν τον εαυτό τους με τον κόσμο, να τον φαγοκυταρρώσουν, αντί να επιτρέψουν στον κόσμο να τους γεμίσει.
Μια ορδή πολυμήχανων παρασίτων που ξέχασε να προσφέρει και να δέχεται… Μόνο να παίρνει, να παίρνει, να παίρνει.
…Ξύπνησα σήμερα και θυμήθηκα. Την υπαρξιακή μου οδύνη. Το υπαρξιακό μου άγχος που με σημάδευε από τη γέννα μου.
Θυμήθηκα ότι ξέρω ότι πονάω- διαρκώς και ακατάπαυστα. Το ότι άλλοι πονάν περισσότερο το κάνει ακόμη περισσότερο επώδυνο. Το ότι υπάρχει σωματικός πόνος που ξεπερνά ό,τι η ψυχή μπορεί να προσομοιώσει, το κάνει τρομερό. Τι έχεις βρε Πέτρο; Μου λέγαν όσοι ακόμη με βρίσκαν όμορφο. Τι να χω δηλαδή άλλο πέρα από αηδία και πόνο; Να χαίρομαι που πονάω λιγότερο από άλλους; Να χαίρομαι από τον πόνο των άλλων; Αυτή είναι η συνταγή της ηρεμίας σας; Αυτή είναι η σύμβασή σας; Αυτό είναι το συμβόλαιο με το διάβολο που υπογράψατε; Πουλήσατε την ψυχή της ανθρωπότητας για να σωθείτε από το άλγος της ζωής.
Ο μόνος που πρέπει να διαχειρίζεται και να εγκαταλείπει τον πόνο της ύπαρξης είναι ο χειρουργός. Αλλά αυτός το κάνει γιατί πρέπει. Το κάνει για καλό… Ξεχνάει τον τρόμο που φέρνει στην ψυχή η θέα της εσωτερικής σάρκας για να τη συμμορφώσει. Αυτός όμως που ξεπερνάει τον τρόμο της ψυχής μπροστά στη θέα των σπλάχνων μόνο και μόνο για να την αδειάσει -όπως το σιφόνι- μέσα από το κορμί σαν ταν κάποιο περιττό υγρό δε λέγεται χειρουργός. Λέγεται βδέλλα. Και είναι δολοφόνος.
Το γένος των τεχνιτών έγινε ένα τεχνητό γένος. Είμαστε όλοι μας φονιάδες. Απλά ο καθείς μας είναι διαφορετικά εξειδικευμένος. Άλλος σκοτώνει τα σκυλιά και τα δελφίνια, άλλος τα βόδια και τα έμβια εδώδιμα, άλλος τις μέλισσες, άλλος τους τόπους της ζωής, τις θάλασσες, τα δάση, τα ποτάμια, άλλος σκοτώνει τους ανθρώπους και όλοι μαζί σκοτώνουμε τα όνειρα, τον έρωτα, την ομορφιά, τις λέξεις, το νόημα, όλα όσα αποτελούν και θρέφουν την ορατή και αόρατη ζωή του πλανήτη. Όλα επιτρέπονται. Αρκεί λεφτά να χεις να φέρεις στο τραπέζι καλοσερβιρισμένα τα πτώματα. Και να τα τρως με τρόπο κυριών. Μια καλοοργανωμένη κυψέλη παρασίτων με φράκα και φράγκα. Μια βιομηχανία δολοφόνων.
Τα πιάτα με απλωμένη τη σκοτωμένη ζωή μπροστά μας τη θεωρούμε ευλογία μας. Τρεφόμαστε από το θάνατο. Είμαστε οι απόστολοι του: Τον διαδίδουμε στα πέρατα της οικουμένης. Και ακούω τους συν-φονιάδες να λεν σαν η σοφία των αιώνων να ναι τσιφλίκι τους: Να χαίρεσαι που ‘σαι ζωντανός και χεις την υγεία σου.
Να χαίρεσαι που η ζωή σου είναι ο θάνατος χιλιάδων άλλων δηλαδή; Να χαίρεσαι που ζεις στη νικηφόρα παράταξη του πολέμου;
Ναι καλοί μου φονιάδες. Μόνο που εγώ δε ρωτήθηκα αν θέλω να πεθάνω. Γιατί ακριβώς δε ρωτήθηκα αν θέλω να ζήσω. Και το ένα συνεπάγεται το άλλο.
Είμαστε το είδος που γνωρίζουμε για το θάνατό μας. Γι αυτό και τον μοιράζουμε τόσο εύκολα στους άλλους. Αν για τη ζωή δεν έχει σημασία ο θάνατός μου, για ποίο λόγο οι θάνατοι των άλλων να χουν σημασία για τη ζωή μου;
Μαθητεία, διαγωνισμός και πλειοδοσία στη σκληρότητα την κάναμε τη ζωή. Και η ζωή δεν ήταν ποτέ έτσι. Ήταν ακριβοδίκαια. Δεν χαριζόταν σε κανένα. Έλλογη σκληρότητα επιδείκνυε μονάχα. Και μεις, το μόνο είδος που θεωρούμε ότι είμαστε έλλογο, άλογα σκοτώνουμε.
Πίθηκε… πίθηκε που άνοιξες την κεφάλα σου για να χωρέσεις τον κόσμο, πίθηκε που σαν τα ντόπερμαν δεν φρόντισες να αναπτύξεις το κρανίο σου και τα κανες κει μέσα φαιό χυλό, πίθηκε που στριμώχνεις στο μπλέντερ της σκέψης σου το σύμπαν, πίθηκε που κατασκεύασες κυνόδοντες από αντεκδίκηση για ότι σε δάγκωσε. Πίθηκε που κατέβηκες από τα δέντρα στους τόπους του κινδύνου για να μπορέσεις να κάνεις τον πλανήτη τόπου του κινδύνου για τη ζωή στο σύνολό της, τρομερέ πίθηκε, μεταμελήσου πριν σκοτώσεις και το αθάνατο μέλλον. Στα δέντρα που σουν είσαι πιο κοντά στα αστέρια που σε καναν άνθρωπο. Ανέβα ξανά, ψηλότερα, ομορφότερα… Δε θα βρεις το μυστικό της αθανασίας στα σφαγεία. Δε θα το βρεις αν έχεις από άπληστη περιέργεια πρότερα σκοτώσει ότι είναι αθάνατο.
Πίθηκε που κατέβηκες από τα δέντρα… σταμάτα το ματοκύλισμα … Το αίμα που φοράς για γούνα σε κάνει να μοιάζεις λαβωμένος όπως παλιά, τότε που δεν είχες τις μηχανές του θανάτου σου να σε προστατεύουν. Μονάχα την αγέλη. Μονάχα την κοινωνία σου. Τότε -παλιά- που ακόμη οι πίθηκοι, από ανάγκη, αγαπιόντουσαν και αγαπούσαν. Μα ξέχασε ο πίθηκος τι πα να πει αγάπη. Και κυλίστηκε στο αίμα, λούστηκε με αυτό.
Βρε πίθηκε. Σαν ετοιμοθάνατος μοιάζεις βρε έτσι ματωμένος που σαι…
Πίθηκε σταμάτα λέω… και ακούγομαι όπως ένας κωλόγερος ποιητής που πρόσφατα πρόσταζε: «μνήμη λέγε». Τώρα το θυμήθηκες παππού; Τώρα θυμήθηκες πως σκοτώσαμε τη μνήμη; Πως γίναμε ένα είδος αιώνια εφήμερο;
Το πλησίασα το ερείπιο. Πλαισιωνόταν και από νεαρούς ναούς που εκπαιδεύονταν στην ερείπωση από τους μάστορες της. Οι γέροι και οι μεσήλικοι της παρέας κορδώθηκαν πως δεν ήταν ποιητές μα συλλέκτες ποίησης. Και γιατί καμώνεστε τους ποιητές βρε αποποιητές. Βιαστές, κλέφτες και δολοφόνοι της ποίησης είστε. Γιατί την τέχνη την ευνουχίζετε μη τυχόν και σας θυμίσει το πέος σας που ποτέ του δεν έδωσε χαρά. Αιώνιες και ανένδοτες παρθενοραφές είστε, φτιαγμένες για να αποκλείετε τον έρωτα για χάρη της γαμήλιας σύμβασης.
Ο ιός του πιθήκου. Ο άσωτος ιός του πιθήκου. Ο αχάριστος ιός του πιθήκου που η θέση του είναι να χαίρεται με την αγνωμοσύνη του.
Πάει καιρός που ξιπάσαμε. Υποκριτές και επιλεκτικοί προβάλουμε στο καθρεφτάκι μας μονάχα τις εικόνες που μας αρέσουν. Ένα τηλεοπτικό στούντιο το μυαλό μας…
Και όλοι οι άσχημοι του πλανήτη πίσω από αυτό, να μην φαίνονται. Τα πτώματα κρυμμένα ή μεταμφιεσμένα και αυτά… Όσο από αυτά δεν τα κάναμε φαί και θρέψη και χώνεψη και σκατά…
Κακόψυχο, υποκριτικό, επιλεκτικό είδος που πιστεύει τα ψέματα που παράγει για λόγους
Εστετισμού. Η χαβούζα όμως μπούκωσε. Ο οχετός ξεχειλίζει. Μόνο μια μαύρη τρύπα θα χωρούσε τα εγκλήματα της ανθρωπότητας κατά των πάντων… Και σήμερα…
Γαμώτη μου. Όλα πέφτουν. Η οικονομία καταρρέει, η κοινωνία το ίδιο, ο έρωτος. Πάει και αυτός, άθαφτος και άκλαφτος.
Τα μαλλιά μου πέφτουν, τα δόντια το ίδιο, το ανέμελο και ατίθασο πέος μου το ίδιο, η κοιλιά μου τραβιέται προς το χώμα, προετοιμάζεται να επιστρέψει λειψά όσο καταβρόχθισε, να γίνει ο άνθρωπος ένα ανθυγιεινό γκουρμέ για τα σκουλήκια και τους λοιπούς αποικοδομητές. Έφαγες; Θα φαγωθείς πίθηκε. Δεν χόρταινες να τρως πίθηκε; Ούτε και το χώμα θα χορταίνει να σε τρώει πίθηκε. Νόμος φίλε. Ποιητική δικαιοσύνη. Ποιητική δικαιοσύνη. Ή μήπως νόμισες πως μόνο το δικό σου δίκαιο μέτραγε μπανανολάτρη; Ε;
Μου λεν να μη μιλάω. Να κάνω γαργάρες, να μη χαλάω τη μανέστρα. Σε ποιον αρέσει η κριτική όταν τον μαχαιρώνει άλλωστε; Κανείς δεν είναι τέλειος. Γιατί λοιπόν να σπάμε τη σύμβαση του να συμπεριφερόμαστε σαν τέλειοι, σαν να μας τραβάν φωτογραφίες για εξώφυλλα όλη την ώρα; Πίθηκε, κατούρα και λίγο.
Μάτωσα για να σπάσω τους δεσμούς αίματος. Μάτωσα σταυρώνοντας με τα ίδια μου τα χέρια τον εαυτό μου για τα κουσούρια μου. Και μου λεν τώρα να μην ραπίζω με τις λέξεις τους άλλους δολοφόνους. Δεν είναι σικ.
Θα είμαι αιχμηρός. Σαν την καρφίτσα. Οι φούσκες και τα αποστήματα πρέπει να σκάνε νωρίς. Πόσο μάλλον τα συμπαντοφάγα μπαλόνια…
Για το μόνο που μαι περήφανος μες στα εγκλήματα μας, είναι που η τέχνη μου δεν υποτάχτηκε ακόμη. Δε διαστρεβλώθηκε η καρφίτσα μου, δεν έγινε αγκίστρι να κλειδώνει από τα στόμα τους χάνους.
Είμαι ακόμα ντόμπρος άνθρωπος. Ντόμπραμαν δηλαδή στον κόσμο των ντόπερμαν. Χαμένος από χέρι τη μάχη ακόμη θα τη δίνω απέναντι στους μικρόμυαλους καταστροφείς μας.