Τετάρτη 15 Δεκεμβρίου 2010

Ποίηση: Ο Βασιλιάς της σκόνης.


Περίεργος καρπός η συνειδητότητα. Ανεξιχνίαστος, απρόβλεπτος, συχνά πικρός και επώδυνος με πότε πότε αβάσταχτα ηδύς. Αυτό είναι από τα πιο προσωπικά μου κείμενα, "το μυστικό μου" θα τολμούσα να πω. Γράφτηκε το 1992 και ο νεαρός συγγραφέας του τότε θεωρούσε ότι περιείχε τους περισσότερους αυτοπροσδιορισμούς του, τον σκοπό της ύπαρξης του, το νόημα της ζωής του. Το κείμενο απευθυνόταν στους ανθρώπους της εποχής τότε που δεν αντιλαμβανόντουσαν την ψυχολογική πανώλη που θα ερχόταν μέσα από την πλαστικοποίηση της ζωής τους.
Ο νεαρός εκείνος σκεφτόταν ότι αυτό είναι το κείμενο το οποίο θα διακοσμούσε την ταφόπλακα του μετά το θάνατο του κάπου στα 30 του όπως το σκόπευε. Σήμερα είμαι 38 και ελπίζω να ζήσω και να δημιουργώ άλλα τόσα χρόνια.
Τα κείμενα του νεαρού θα είναι πάντα εκεί για να μου θυμίζουν πως είναι να είσαι νέος, για να μου επιτρέπει να καταλαβαίνω τους νεότερους από μένα.
Όχι, δε βρισκόμασταν όλοι σε νάρκωση ούτε σε χαύνωση το 90. Και πρέπει να αποτινάξουμε τη μοιρολατρεία της ¨χαμένης γενιάς".

Τιμώντας τον έφηβο συγγραφέα του κειμένου, άγγιξα το έργο του μοναχά με ένα λεπτό πινέλο:



__Ο βασιλιάς της σκόνης__

Του Πέτρου Αργυρίου

Έτος γραφής: 1992


Γέρνω κουρασμένα προς τη φωτογραφία, ότι μου χει μείνει από σένα. Ανήμπορος ολότελα, μήτε να τα δεχτώ μπορώ τα πράματα όπως ήρθαν, μήτε να τα απορρίψω.


Η φωτογραφία σου είναι η δική σου ιστορία και κάποιοι την ξέρουν.


Τη δικιά μου όμως δεν την έμαθε κανείς. Μέχρι τώρα.


Γεννήθηκα


ΑΝΘΡΩΠΟΣ,


στα έγκατα μιας φυλής που πολεμούσε και έτρωγε την ίδια της την φύση, που έτρωγε την αλήθεια


Γεννήθηκα

ΕΧΘΡΟΣ

γιατί έπρεπε πολεμώντας να κρατήσω αυτά που παλεύατε να χάσετε.


Γεννήθηκα


ΑΡΝΗΤΗΣ

γιατί όφειλα να αρνηθώ το ποδοβολητό σας προς το χείλος του γκρεμού που φτιάξατε για μέλλον


Παρέμεινα άνθρωπος από αδυναμία.

Να αποτινάξω τη σάρκα και την ψυχή που με έπνιγε από τα μέσα δεν μπορούσα.

Ώσπου μια μέρα ψυχή και σάρκα με ρουφήξαν μέσα τους και χάθηκα και χάσετε όλοι σας. Γιατί εγώ για ξόδεμα ήμουν, η σπίθα που θα κρατούσε τη φλόγα ζωντανή. Εκεί που εγώ θα πεφτα, να στήνατε τη σκάλα για τον ουρανό.


Δεν έχασα ούτε μια μάχη από αυτές που έδινα για σας. Ούτε μία. Δεν ηττήθηκα. Δηλητηριάστηκα. Από το βλέμμα το μπασταρδεμένο, το πειθήνιο, το εύπιστο στην εικόνα. Από την υποταγή σας στον κόσμο που σας ορμηνέψαν πως τάχατες ήταν επίπεδος, λες και ήσασταν τυφλοί.


Τίποτε δε θα είναι πια το ίδιο. Χάσατε έναν ακόμη πρόμαχο. Γιατί τι άλλο ήμουν παρά ένα τεμάχιο σάρκας από την ψυχή σας που εξοργισμένο από την ταπείνωσή σας συμβιβαζόταν μόνο με τη θέωσή σας;


Τώρα, μόνοι ή με συντροφιά αγνώστων ζητάτε το τίποτα. Ήμουν το εργαλείο σας που σπάσατε και θάψατε για να ενισχύσετε τα τοιχία της φυλακής σας. Ο πίδακας αίματος του ακέφαλου κόκκορα που θεμελίωσε την παράγκα σας.

Σκοτώσατε το βασίλειο σας και τώρα δεν έχετε μήτε σκιά, μήτε ήλιο, μήτε γη. Εξόριστοι, τυφλοί, με μνήμες σκόρπιες και σπασμένες, ζείτε μια αφήγηση μικρών ιστοριών χαράς και θλίψης που δε θα ενωθούν ποτέ.

Ζείτε στην έρημο που υποδεχτήκατε, χωρίς μνήμες του ποιοι ήσασταν κάποτε, του τι θα μπορούσατε να γίνετε.


Και τι δε χάσαμε για να ξεχάσουμε τον πόνο της απώλειας. Την Μια Ψυχή. Το όλο. Και τώρα γυρνάτε άσκοπα από δω και από κει. Ακόμη και οι πιο λαμπροί από σας, σκιές του κάτω κόσμου. Κερδίσατε τα πάντα και σας κάναν να το δεχτείτε έτσι εύκολα ξεχνώντας πως δεν έμενε τίποτε άλλο να κερδίσετε. Τίποτε δεν μένει να κερδίσετε πια.


Και όταν φυσάν οι άνεμοι οι αλλοτινοί και ακούτε εκείνη την παράξενη λαλιά, και φωτίζει η πεθυμιά τα μάτια σας που λαχταρά μακρινές φωτιές και ξένους τόπους, για πράματα που γλιστράν από το μυαλό όπως η άμμος από τη χούφτα σας, για αυτό που κάποτε ήσασταν βαθιά μέσα σας, παράξενοι και τέλειοι, τότε θέλετε να θρηνήσετε, έστω και με δάκρυα στερεμένα από καιρό, με λόγια που δεν έχουν πνοή να βγουν από το στόμα.

Μα δεν είναι ο θρήνος αρκετός. Και οι άνεμοι από μακρυά κοπάζουν και οι φωτιές σβήνουν και οι λαλιές παύουν... η λήθη επιστρέφει και γυρνάτε υπάκουα στις ξένες σας ζωές, σε ζωές ανάμεσα σε ξένους... εκεί που το κενό από τα μέσα θεριεύει και απειλεί να σας καταπιεί και να μη θέλετε κανένα να σας σώσει και να μην μπορεί κανείς να σας βοηθήσει. Γιατί ήσασταν μοναδικοί, άστρα που σβήνετε το φως σας στο βούρκο του πλαστικού σας κόσμου και της λήθης.

Ο κόσμος σας γάμησε με τις ευχές σας και θα του φέρετε μπάσταρδα παιδιά για θυσία. Κεφάλι δε θα ξανασηκώσετε παρά μόνο όταν σας πλήττει η τρέλα, η οργή του δολοφονημένου σας εαυτού. Αλλά ούτε η τρέλα ούτε η οργή θα αρκούν πλέον να σας λυτρώσουν.


Ούτε και γω μπορώ να λυτρωθεί αλλά πεθάνω πιο ήρεμα γνωρίζοντας ότι πάλεψα για αυτό που παλεύατε να σβήσετε. Το σαρκίο μου ξέρει θλίβεται, ξέρει μια αλήθεια. Εσείς φτωχά μου άστρα άσχημα σβήνετε και ο κόσμος σας γαμάει και σας μαγαρίζει με περισσή καύλα. Εσείς που του αρνηθήκατε ψυχή του κόσμου. Και όταν σας ο κόσμος γαμάει με χαρά και μνησίκακα για αιώνες, να ξέρετε το γιατί: Δεν τον σώσατε τον κόσμο τότε που μπορούσατε.


Τώρα ίσως να ξέρετε για ποιο λόγο τα μάτια μου κουβαλούν τόση θλίψη. Για σας!


Κάθομαι και κλαίω, νεκρός όσο και ζωντανός πάνω από ένα συλημένο τάφο. Κλαίω για ονόματα, για πρόσωπα, για εικόνες, για φωτογραφίες. Γιατί θα μαι ακόμη εκεί όταν θα χετε όλοι φύγει, το φάντασμά σας, καταραμένος να σας συντηρώ με τις αναμνήσεις μου, σκιάχτρο που διώχνει το χρόνο μακριά από τις σπαρμένες μνήμες. Όχι, δεν είμαι πια ο πολεμιστής σας, εδώ και καιρό δεν είμαι πια, ίσως να μην ήμουν και ποτέ. Γιατί αυτός ο πόλεμος στον οποίο τάχθηκα ήταν δικός σας. Και τον έχασα. Να κλαίω για πάντα το μόνο που μου μου μένει πια με τις μνήμες μιας άλλης, μιας πιο αληθινής, μιας πιο ανθρώπινης ράτσας που σκοτώσαμε.


Δε δεχτήκατε προμάχους. Επιλογή σας. Τους μοιρολογητές σας όμως δεν τους επιλέγετε. Γιατί αυτό είμαι πια. Ούτε πρόμαχος ούτε πολεμιστής. Αυτόκλητος μοιρολογητής. Και σε κάθε βήμα μου κλαίω πάνω από τους άδειους τάφους σας που ανυπόμονα περιμένουν να πληρωθούν με θάνατο.





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου