Πέμπτη 16 Δεκεμβρίου 2010
Βιβλία-υπό έκδοση: PARANOIA DEMENTIA
Το μυθιστόρημα αυτό γράφηκε αρχικά το 2003-2004, λίγους μήνες μετά τα ¨Άγρια ζώα της πόλης”. Μικρές προσθήκες έγιναν το 2009 προκειμένου να ενταχθεί σε μια χαλαρή τριλογία με το επόμενο βιβλίο “Την Κραυγή” να είναι ακόμη μέσα μου. Βλέπετε, το εκδοτικό τοπίο των μεγαλομπακάλιδων εκδοτών και των μεγαλοκοπελών και των μικρών κυρίων με διώχνει. Να φύγετε κύριε, να πάτε αλλού μου λέει συνεχώς.
Αμ δε.
___Paranoia Dementia
Έτος γραφής: 2003-4__
Αποσπάσματα
Α)
Οι δίδυμοι μπύργοι
Είναι ο καιρός της έριδας και στο μόνο πράγμα που οι άνθρωποι συμφωνούν είναι ότι διαφωνούν.
¨Τι δεν καταλαβαίνεις; Είναι πύργος γαμώ το στανιό μου.¨. Όποιος ήθελε να κοιτάξει αυτόν τον άντρα δε θα μπορούσε παρά να ξεκινήσει από το πηγούνι του. Αφύσικα πλατύ, ιδανικό για να ακονίζει αιχμηρά αντικείμενα δέσποζε πάνω σε ένα κατά τα άλλα συνηθισμένο πρόσωπο.
¨Είναι ουρανοξύστης ρε βλάκα. Εκτός από χαζός είσαι και πέρα για πέρα τυφλός;¨.
Ο άντρας που τολμούσε να αμφισβητήσει την εκτίμηση του Πηγούνια , έκανε μια άχαρη προσπάθεια να αποδεσμεύσει το βλέμμα του από όλη αυτήν την ανοικονόμητη έκταση πηγουνιού και να διακρίνει πέρα από αυτή το γειτονικό κτήριο. Αλλά ούτε το χαμηλό ανάστημα του άντρα ούτε τα μάτια του, στενά τοποθετημένα το ένα δίπλα στο άλλο, σαν μάτια κοτσυφιού, έκαναν το εγχείρημα του ευκολότερο.
¨Όλοι μα όλοι το λένε πύργο, εσύ την είδες έξυπνος και το λες ουρανοξύστη; Βλέπεις εσύ την οροφή να ξύνει πουθενά τα αρχίδια τ’ ουρανού;¨. Ο πηγούνιας άπλωσε τον μακρύ και χοντρό του δείχτη προς το κτήριο για να δώσει περισσότερη έμφαση στο ερώτημα του, περήφανος πια για την αποστομωτική ρητορική του.
¨Γιατί ρε μπινέ, εσύ που το λες πύργο, δείξε μου τις πολεμίστρες και τις επάλξεις και όλα αυτά που κάνουν ένα πύργο, πύργο.¨
Οι δύο άντρες με τα γκρίζα πουκάμισα δεν είχαν έρθει ως εδώ για να λογομαχήσουν για την κατάλληλη ονομασία ενός κτηρίου. Ήταν απλά περαστικοί και το κτήριο στο δρόμο τους ήταν απλά η αφορμή. Ο λόγος της διαφωνίας τους ήταν άλλος: μετά από χρόνια υποχρεωτικής αγρανάπαυσης, είχαν επιτέλους ραντεβού με γκόμενες, σπουδαία μέρα της ζωής τους αλλά ούτε ο καιρός ούτε ο χρόνος συμμερίζονταν αυτή την ιδιαιτερότητα της μέρας δύο ανθρώπων. Γιατί αν τη σέβονταν θα φρόντιζαν η μέρα να είναι από κείνες τις ευχάριστες, ηλιόλουστες μέρες που σου ανοίγουν την όρεξη για περίπατο, κουβέντα και ποιος ξέρει; ίσως και έρωτα. Αλλά όχι, ο καιρός ήταν κυκλοθυμικός, είχε κολλήσει και αυτός την τρέλα και την αναποφασιστικότητα των ανθρώπων, το χάσιμο τους μες στον χρόνο. Πότε ήλιος, πότε μολυβένια νέφη να απειλούν με βροχή και πάλι τα ίδια. απ΄την αρχή. Και από την αρχή της μέρας οι δύο φίλοι διαφωνούσαν για τις προθέσεις του καιρού. Λιακάδα μάντευε ο ένας, βροχή ψυχανεμιζόταν ο άλλος, τραβούσαν με πείσμα το σκοινί της αντίληψης προς τα στενά όρια του μυαλού τους. Καθώς κανένας από τους δύο τους όμως δεν εμπιστευόταν αρκετά τη γνώμη του για να την υποστηρίξει έμπρακτα, αποφάσισαν και οι δύο να ακολουθήσουν την μέση οδό, τον ασφαλή δρόμο: ούτε καλός ούτε κακός καιρός, ούτε άσπρο ούτε μαύρο πουκάμισο για την περίσταση, γκρίζο, παντός καιρού πουκάμισο, ρούχο παντός ενδεχομένου. ¨όπως και να χε, θα ταν πραγματικά γελοίο να μαλώσουν για το ότι φορούσαν το ίδιο χρώμα πουκαμίσου, το όνομα του κτηρίου ήταν σαφώς μια σοβαρότερη πρόφαση. Όχι λοιπόν, δεν στέκονταν μπροστά από το κτήριο γιατί σκόπευαν εδώ, κάτω από τον τσιμεντένιο ίσκιο να καταλήξουν, ο ουρανόπυργος ήταν απλά μια στάση στη διαδρομή προς το παραπέρα, εκεί που τους περίμεναν οι γκόμενες, μια στάση προς ένα ευκταίο ακόμη παραπέρα που κατάληγε ανάμεσα στο μπούτια των γυναικών που τους περίμεναν.
Σε τελική ανάλυση, αυτό για το οποίο διαφωνούσαν οι δύο άντρες ήταν για το ποιος θα γαμήσει πρώτος. Αυτό συνήθως βρίσκεται στη ρίζα κάθε αντρικής διαφωνίας, όσο σοβαροφανής και αν υποκρίνεται ότι είναι αυτή. Ακόμη και στην πιο άκαυλη πολιτική διαφωνία μπορείς να βρεις απραγματοποίητα γαμήσια να επιτηδεύονται πολιτικό πολιτισμό, πόσο μάλλον σε μια διαφωνία για ένα ψηλό στητό κτήριο. Ο πηγούνιας έμοιαζε να αξιώνει περισσότερο να γαμήσει, για αυτό και το δάκτυλο του έμεινε προτεταμένο προς το κτήριο σε μια στάση διαγώνιας στύσης. Ο Κοτσυφομάτης απλά κοιτούσε το δάκτυλο του φίλου του και αντίζηλου με μάτια λες και φτιαγμένα αποκλειστικά για να συγκλίνουν αποσβολωμένα στην θέα του μουνιού, έμμονα βυθόμετρα μιας αόρατης αβύσσου.
Ήταν και οι δυό περαστικοί με μια χρόνια ανεκπλήρωτη στύση να τους έχει σουβλίσει τα μυαλά. Αλλά ο ατημέλητος γεράκος που καθόταν σε ένα παγκάκι μόλις λίγα μέτρα μακριά, έμοιαζε να ναι εκεί από πάντα, μια καρφιτσωμένη στον τοίχο του ανέκαθεν καρτ ποστάλ του πάντα.
Αν τον παρατηρούσες προσεκτικά, όχι πως ποτέ σου θα το έκανες _ το βλέμμα είναι εκπαιδευμένο να αποφεύγει να βλέπει αυτό που δεν επιθυμεί να δει_ θα ορκιζόσουν ότι αφουγκραζόταν μια συμφωνία των όλων και του τίποτε. Θα ορκιζόσουν επίσης ότι η ακινησία ήταν η φυσική του στάση, όπως τα φυσικά τοπία και αυτός, του ήταν αδύνατο να μετακινηθεί, σε μια πόλη που είχε ξεριζώσει τα δέντρα από τη ζωή, αυτός είχε βαλθεί να γίνει το υποκατάστατό τους. Όταν σηκώθηκε και άρχισε να κινείται προς τους δύο γκρίζους, η κίνηση του έμοιαζε και αυτή με κίνηση δέντρου, εάν είναι ποτέ κάτι τέτοιο δυνατό, μια αδιόρατη μετατόπιση της ακινησίας. Το μπαστούνι του έμοιαζε με γέρικο, ασθενικό κορμό που σήκωνε όλο το βάρος της περιττής του ύπαρξης. Ακόμη και τα φθαρμένα ρούχα του που τρίβονταν μεταξύ τους, ακουγόντουσαν σαν θρόισμα. Αυτός ο άνθρωπος ιτιά, γιατί για συκιά δεν έμοιαζε, με τη μακριά γενειάδα του κιτρινισμένη στα άκρα και με παχιές νιφάδες λευκότητας στα μέσα της, πλησίαζε ανεπαίσθητα τους δύο άντρες που λογομαχούσαν. Στάθηκε ανάμεσα τους, μύρισε λίγο την έριδα με τον ίδιο δύσπιστο τρόπο που οι άλλοι μύριζαν την απλυσιά του και…
μίλησε:
¨Έχετε και οι δυό δίκιο και …
άδικο,
μαζί.
Ο πύργος και ο ουρανοξύστης είναι όλα εδώ μέσα¨
Αν οι δύο γκρίζοι δεν είχαν ενοχληθεί από την παρέμβαση του γέρου μέχρι τώρα, σίγουρα νιώθαν ενοχλημένοι τώρα, καθώς ο γέρος, απτόητος, χτυπούσε με τους δείκτες του τα μηνίγγια τους, σα να ταν εκσκαφέας που θελε να βγάλει τον νοητό πύργο και το φανταστικό ουρανοξύστη από τα κεφάλια τους και να τα θέσει σε κοινή θέα.
¨Χτίζοντας πύργους και κάστρα ο καθένας χωριστά υψώνετε μαζί τον πύργο της Βαβέλ. Και όταν τον κάνετε αρκετά ψηλό και αρχίσει να ξύνει τα αρχίδια του θεού, τότε, όλοι μαζί, και σεις, και αυτοί, και ο ουρανόπυργος θα σωριαστούν με γδούπο στο πάτωμα, σκόνη και αλοιφή που θα σιγοψιθυρίζουν ότι ποτέ και τίποτε δεν τόλμησε να υψωθεί ότι όλα τα πράγματα γεννιούνται και πεθαίνουν ισουψή με το έδαφος. ¨
Οι γκρίζοι κοιτάχτηκαν μεταξύ τους σαστισμένοι. Ο πηγούνιας ένιωσε την πρόκληση: κάποιος ήθελε να του γαμήσει κάτι, αυτό ήταν το μόνο σίγουρο για αυτόν. Όχι ότι δεν είχε ξαναγίνει, όχι ότι κάποιος δεν είχε θελήσει ποτέ να του γαμήσει κάτι, όχι πως δεν το χε πετύχει, όχι πως ο πηγούνιας δεν είχε γαμηθεί από γνωστούς και αγνώστους. Αλλά όχι σήμερα. Σήμερα θα γαμούσε αυτός, σήμερα αυτός ήταν το Α’ στο αρσενικό, και όποιος πήγαινε σήμερα να τον γαμήσει, θα του γαμούσε πρώτος.
¨Άκου σκατόγερε, θες να δεις ποιος θα σωριαστεί σήμερα πρώτος; Θες σκέπη από μπάτσες κωλοάστεγε να γλυτώσεις την κούτρα σου από τα κλωτσομπουνίδια;¨
Μπροστά στην απειλή του Πηγούνια, στην γενειάδα του γέρου έμοιαζε να φυτρώνει μια κίνηση, σαν στραβό χαμόγελο, σαν να ήξερε κάτι που ο άλλος δε γνώριζε.
Κοίταξε το στόμα του άντρα, το ατελείωτο πηγούνι του και συνέχισε στον λαιμό, τον ώμο, τον βραχίονα για να φτάσει στον ακόμη προτεταμένο δείκτη του που έδειχνε προς τον ουρανόπυργο.
Εκείνη ακριβώς κάτι έσπασε και ο ήχος της θραύσης πρόδωσε την κρυφή ρωγμή στην καρδιά του είναι. Ακριβώς στο σημείο που λες και σκόπιμα έδειχνε ο δείκτης του πηγούνια. Τα βλέμματα στράφηκαν προς την πηγή του ήχου. Γυαλιά, σπασμένα γυαλιά και μια φιγούρα που τα ακολουθούσε και ολοένα και μεγάλωνε όσο πλησίαζε στο τελικό σημείο της πτώσης της.
¨Γδουπ. Οι δύο γκρίζοι και ο γέρος έτρεξαν –όσο μπορούσαν- προς το μέρος του ουράνιου παρείσακτου που σιχαινόταν τα αλεξίπτωτα.
Μπορούσαν καθαρά τώρα να δουν το σάρκινο γκραφίτι που ακολουθούσε το περίγραμμα του συνθλιμμένου κορμιού.
Όταν πλησίασαν ακόμη πιο κοντά, ο έκπτωτος, σε μια τιτάνια προσπάθεια, ξεκόλλησε το πρόσωπο του από τις υπόλοιπες σάρκες του πεζοδρομίου για να πει μόνο ένα πονεμένο ¨γαμώτο, όχι αρκετά ψηλά¨ και να ξανακολλήσει σε σάρκες που χαν τώρα χάσει κάτι από το αρχικό τους σχήμα.
Β)
Η Άπτερος Ήττα
Ο Νίκος δεν είχε προλάβει καλά καλά να βγάλει τα υπαρξιακά του στο τρίτο σάντουιτς όταν αντίκρυσε ένα παράξενο και ακόμα πιο αλλόκοτα σύνηθες θέαμα: ένα ανθρώπινο πλάσμα αναμφισβήτα, απροσδιόριστου φύλου, τυλιγμένο σε φτερά και πούπουλα: Ένας άνθρωπος που μεταμφίεζε τη γύμνια του κορμιού του και της ψυχής και περνιόταν για εξωτικό πουλί. Κρατώντας φτερά στα χέρια του, τα τίναζε και σφηνωμένη από την πουτάνα τη βαρύτητα γερά στο έδαφος πετούσε με τη φαντασία του σε ένα τόπο φυλογένεσης όπου μπορούσε να ξαναφτιάξει τον εαυτό του όπως έκρινε αυτός-αυτή. να ξαναγίνει δημιουργός.
¨Φτερά¨ έκρωζε, ¨φτερά¨ επαναλάμβανε. Όλοι τον-την ξέρανε, κανείς δεν ήξερε τίποτε για αυτήν, κανείς δεν ρώτησε. Στην αρχή γελούσες με την εμφάνιση και την κωμική της παρουσία, μετά συνήθιζες το τακτικό της πέρασμα και ποτέ μα ποτέ σου δεν κατάλαβες ούτε καν ενδιαφέρθηκες για αυτό.
¨Φτερά¨, ¨φτερά¨ είπε με το αργόσυρτο πέταγμα της και συνέχιζε να αργοξεπουπουλιάζεται καθόλη τη διάρκεια του καθιερωμένου και τακτικού πέρασματος της από την πλατεία. Το μάτι ερεθιζόταν μονάχα αρχικά, μετά ξεχνιόταν στο προφανές, δειλός εραστής, ηδονοβλεψίας.
¨Φτερά, φτερά, φτερά ….¨
Η γελοία φωνή της έσβηνε από την απόσταση, τον χρόνο, την αδιαφορία, τη συνήθεια. Ο δυνατός ήχος μιας σειρήνας την έθαψε εντελώς, την αποτελείωσε. Σε αντίθεση με τις κραυγές της φτερούς, το μήνυμα της σειρήνας ήταν αναγνωρίσιμο, αναντίρρητο: κάποιος πέθανε, κάποιος πέθαινε, κάποιος κινδύνευε να πεθάνει.
Το έξαλλο ασθενοφόρο πέρασε μερικά μέτρα μπροστά από τον Νίκο. Το ασθενοφόρο πήγαινε προς τον πύργο, τον δικό του πύργο, τον πύργο όπου δούλευε δεκατρία χρόνια τώρα. Από περιέργεια άρχισε να το ακολουθεί με το νωχελικό του βήμα, να δει που θα κατέληγαν τα πράγματα.
Κοιτώντας τον από πίσω ο Νίκος έμοιαζε με ένα τσαμπί φτιαγμένο από άκομψες καμπυλότητες, με μια μπάμπουσκα που κάποιος ερωτομανής Τσεπέτο είχε φέρει στη ζωή για τους δικούς του σκοπούς. Όταν ο Νίκος περπατούσε έμοιαζε πραγματικά πλωτός να γλιστράει πάνω στον εαυτό του σαν μια κορίνα που ήθελε να αποδράσει από διάδρομο του Bowling.
Κόσμος πολύς μαζεμένος ανάμεσα στο ασθενοφόρο και τον πύργο. Κάτι κακό είχε συμβεί, οι άνθρωποι συνήθως ενώνονται μόνο στο κακό ή για το κακό σπάνια στο καλό ή για το καλό. Έχωσε τη μούρη του κάπου ανάμεσα στις άλλες αδιάκριτες μούρες, και είδε στο πάτωμα κάτι σαν ανθρώπινο τοματοπελτέ που οι διασώστες προσπαθούσαν να τον συσκευάσουν στο φορείο.
Ο Νίκος παραξενεύτηκε όταν είδε τον θυρωρό του κτηρίου του να χειρονομεί δείχνοντας εναλλάξ ψηλά στον πύργο και χαμηλά στο σημείο της πρόσκρουσης. Έμοιαζε με τουριστικό οδηγό του ατυχήματος που εξιστορούσε το συμβάν λες και ήταν αυτόπτης μάρτυρας λες και η εξιστόρησή του θα του δινε ένα καινούριο κύρος, θα τον αναβάθμιζε στα μάτια των άλλων από απλό θυρωρό σε αυτόπτη μάρτυρα της δυστυχίας των άλλων.
¨ Απα, πα, πα, πα, παπα τι τα θελε και πήγε και γκρεμίστηκε από κει ψηλά;¨ πέταξε μια μεσόκοπη κυρά που χε μάλλον όρεξη για κουβέντα.
Ο Νίκος κοίταξε το όρυγμα που ο λιωμένος άντρας μες στην αυτοκτονική φούρια του είχε σκάψει μες στα μούτρα του ουρανοξύστη και που τον έκανε να μοιάζει με γέρο φαφούτη.
Ο θυρωρός συνέχιζε την ξενάγηση στο σκηνικό της φρέσκιας απόπειρας. ¨Τον ήξερα αυτόν. Χρηματιστής στον 16ο ήταν¨
Ένας άλλος φιλοθεάμων συμπολίτης έσπευσε να προσθέσει: ¨α ρε πουτάνα οικονομική κρίση που τρως τα παλικάρια μας¨ και όλα αυτά καθώς οι διασώστες πάσχιζαν να διασώσουν ότι είχε απομείνει από την αιμορραγούσα πρόσφατη χαλκομανία του βρώμικου πεζόδρομου.
Ο Νίκος δεν κατάφερε να αναγνωρίσει το συνάδερφο του από κάτω ορόφου. Όχι με τα χάλια που είχε. Σκεφτόταν τα θραύσματα, την πτώση, το τελικό γδουπ, τον πόνο… από αυτό, ακόμη και οι αιώνιοι εχθροί του τα ασανσέρ ήταν σίγουρα προτιμότερα. Πιάνει ξαφνικά ένα αεράκι, απαλό, από αυτά που ανασαλεύουν τα πράγματα από τα μέσα και τα έξω. Ο Νίκος σκέφτεται την φτερού και τα φτερά της, που ο άνεμος τώρα θα τα σκανδαλίζει, θα τα ανυψώνει λιγάκι, προσδίδοντας σε αυτά και στο μυαλό της, στην ψυχή της και το όλο της μια υπόνοια πτητικότητας. Την σκέφτεται τώρα, να ανασηκώνεται το παχύ της κορμί μερικά χιλιοστά με τον άνεμο και εκείνη να νιώθει σίγουρη, περήφανη που είναι η φτερού. Τη σκέφτεται και καταλαβαίνει για πρώτη φορά το μήνυμα της: Φτερά. Είναι για κείνον, τον συνάδερφο του που έπεσε μόλις τώρα δα από την δέκατη έκτη πολεμίστρα του πύργου, είναι για όλους εκείνους που πέφτουν από τα ψηλά στα χαμηλά, είναι για εκείνους που θυσιάζουν τους εαυτούς τους στο πνεύμα της βαρύτητας και τσακίζονται στους ασφαλτοστρωμένους βωμούς της.
Φτερά…
Ο άνεμος συνεχίζει να δείχνει με πνοές τους δρόμους της ύπαρξης. Δείχνει εκεί παραδίπλα έναν ρακένδυτο γεράκο με τα δύο του χέρια στην λαβή του μπαστουνιού του να κάθεται σε ένα παγκάκι. Τα φύλλα του γέρου θροίζαν όλα νοήμα και δείχναν και αυτά σε μια κατεύθυνση. Πέρα από το μαζεμένο πλήθος, πέρα από τον κόκκινο ματωμένο χυλό του ξεχασιάρη αλεπτωτιστή, ένα νέο αλησμόνητο κόκκινο γεννιέται. Ο Νίκος με βουβαμένο δέος παρακολουθεί το πρώτο τέτοιο κόκκινο της ζωής του να γίνεται μορφή, να γίνεται γυναίκα. Μα πριν καλά καλά η αντίληψη του Νίκου γραπώσει την όψη της γυναίκας, το κόκκινο του φορέματος που φοράει χάνεται με γοργή θλίψη πίσω από μια γωνία. Η ουρά ενός φουστανιού, αυτό είναι το μόνο που προλαβαίνει να δει, η αρχή μιας αγάπης και αυτό είναι τα πάντα που προλαβαίνει να νιώσει. Κατά κάποιο παράδοξο τρόπο ο Νίκος ξέρει, γνωρίζει ότι αυτό το φόρεμα ανήκει στη γυναίκα που θα του αλλάξει ολόκληρη τη ζωή, που θα φέρει τα πάνω κάτω με μισό της βλέμμα, με μισή της κουβέντα.
Η καρδιά του χτυπά δυνατά, διατυμπανίζει την αναστάτωσή της. Ποτέ δεν του είχε ξανασυμβεί κάτι τέτοιο, ούτε καν όταν είχε πρωτογνωρίσει τη γυναίκα του τη Λίνα. Εκείνη η γνωριμία χρόνια πριν έμοιαζε με ξάστερη ανοιξιάτικη νύχτα, μα αυτό που νοιώθει τώρα είναι μπουρίνι και καταιγίδα και τυφώνας μαζί. Και τι μπορείς να κάνεις απέναντι σε ένα τυφώνα παρά να κοιτάς ανήμπορος ελπίζοντας να επιβιώσεις, περιμένοντας πρώτα να κοπάσει για να κάνεις έπειτα τον απολογισμό σου; Έτσι ακριβώς νοιώθει ο Νίκος τώρα: ανήμπορος, παραδομένος. Μα αυτό τον τυφώνα πρέπει να τον γνωρίσει, να μπει στην καρδιά του, στο μάτι του, να παρασυρθεί από την ανελέητη φορά του.
Γ)Η Κρυφή πόλη
Φαντάσματα. Παντού τριγύρω. Άνθρωποι σκιές. Ο γεράκος, ο άνθρωπος-Ιτιά, τους έβλεπε. Τους ήξερε κιόλας έναν προς έναν. Οι υπόλοιποι άνθρωποι τη μέρα τους αγνοούσαν, τη νύχτα τους απόφευγαν. Οι κανονικοί άνθρωποι ήταν εξαιρετικά αποτελεσματικοί στο να μη βλέπουν αυτό που θέλουν να δουν. Ο άνθρωπος-Ιτιά όμως είχε μάθει να βλέπει. Τώρα πια τους ήξερε έναν προς ένα: ήξερε τον άνθρωπο πουλί, ήξερε τον άνθρωπο σηματοδότη, ήξερε τον ξυπόλητο Δον Ζουάν που είχε ξεχάσει να φλερτάρει, ήξερε και τον τύπο κουβαλούσε τον κόσμο του σε μια χειρολαβή.
Ήταν φίλοι του, όλοι τους. Ήταν φίλοι του ανθρώπου επίσης. Ήταν ήρωες και μάρτυρες, μικροί Χριστοί που βλέποντας ένα σταυρό χωρίς ¨τετέλεσται¨ τους έστριψε. Ήταν συνοριοφύλακες, ακρίτες, προστάτες που φυλούσαν τα σύνορα ανάμεσα στον κόσμο των ανθρώπων και την πιο άγρια ανθρωποφάγα τρέλα, σαλταρισμένοι άγγελοι χωρίς καβλί, τρελαμένοι άγιοι που χαν ρουφήξει όλη την τρέλα και την κακία του κόσμου μέσα τους και χαν καταπιεί το κλειδί, και χαν καταπιεί το κλειδί που της φυλακής που φυλούσε το κλειδί που φυλούσε τη φυλακή που φυλούσε το χάος. Όλοι τους μαζί ήταν ένα ανώνυμο γκουαντάναμο, ένας τόπος χωρίς δικαιώματα, χωρίς λογική, ένας τόπος ανεκδιήγητου μαρτυρίου. Ήταν το Αλκατράζ, φυλακές υψιλής ασφαλείας, ήταν τα θησαυροφυλάκια της τρέλας.
Καλά κάναν οι άνθρωποι που δεν τους μιλούσαν, καλά κάναν που τους αποφεύγαν. Μπορεί οι τρελοί να τους εμπιστευόντουσαν, να τους λέγαν τον συνδυασμό της κλειδαριάς, να τους μυούσαν στην ξέφρενη αγιοσύνη τους, να τους κολλούσαν.
Ο Ιτιάς ήξερε και τους άλλους, τους πολλούς, τους τύπους που χαν έρθει απ έξω κατά χιλιάδες ψάχνοντας το αύριο.
Είχαν καταλάβει μερικά σημεία της πόλης όπου οι ιθαγενείς δεν πατούσαν πια ούτε τη μέρα. Είχαν έρθει από παντού και μέσα στα γκέτο τους είχαν γκέτο, και μέσα σε αυτό τα γκέτο και άλλα μικρά γκέτο. Άνομες, άναρχες κυψέλες όπου ο νόμος και οι τιμητές του σκόπιμα αποφεύγαν, ανθρώπινα μελίσσια που μια εσωτερικοποιημένη βία τα τάιζε καρτερικά. Και όταν από έπαρση και όχι από αγάπη θα ξεπερνούσαν το φόβο της ξενιτιάς και του ξένου οι ξενιστές της, εκείνη, η πουτάνα η Βία, θα σήκωνε τα πελώρια κύματα της να σκεπάσει τον κόσμο στην απόγνωση.
Από αυτή την τρέλα, ούτε οι τρελοί δεν μπορούσαν να προστατεύσουν τους ανθρώπους, ούτε τους ντόπιους, ούτε τους αλλοδαπούς.
Οι πολλοί από έξω, ψάχνοντας την ελπίδα, είχαν φέρει άθελα τους την φυλακή τους μέσα σε αλλωνών τις φυλακές. Και κανένας δήμαρχος δεν ήρθε να τους δώσει το κλειδί της πόλης. Όλοι ίσοι στις φυλακές του φόβου να γαλουχούν κρυφά την καριόλα την περιφρόνηση και την πουτάνα τη βία. Πόλεις μήτρες με ξενοφοβικές παρθενοραφές που κόβαν τους ανθρώπους φέτες στη γέννα, πόλεις κόρφοι που γαλουχούσαν τα παιδιά τους και των άλλων με τοξίνες. Στέρφες φόνισσες, τερατογόνες μάνες και κανίβαλες μαμές. Οι πόλεις δεν ήταν πια λίκνα του ανθρώπου. Ήταν οι ταφόπλακες του.
Είχε δει και τους άλλους. Δύσμορφους που γίναν φαντάσματα από ατυχία, τέρατα που θα δίναν τα πάντα για να ξαναγίνουν άνθρωποι, να σβήσουν τα σημάδια του χρόνου και τις έμπρακτες αμαρτίες από πάνω τους. Ήταν λίγοι, φοβεροί, απαρηγόρητοι, ανέγγιχτοι, αόρατοι, μα έτοιμοι να ξαναπολεμήσουν.1
Ο Ιτιάς περήφανα αντίκρυζε το επερχόμενο τέλος των πραγμάτων. Ο κύκλος ήταν έτοιμος να ολοκληρωθεί. Φτου και από την αρχή.
Δ)
Ακόμη και οι ιτιές σπάνε
Η νύχτα είναι ο πιο φιλόξενος ξενώνας της φρίκης. Εκεί άνετα μπορεί να γυμνώνεται και να ξεδιπλώνεται απαρατήρητη. Είναι πολλές οι φρίκες όμως που ξεδιάντροπες, κυκλοφορούν ακόμη και τη μέρα.
Σήμερα όμως η μέρα ήταν καλή. Ο Ιτιάς, καθόταν με τα χέρια του απλωμένα στο προσφιλές του παγκάκι και ευχαριστιόταν.
Ήταν μια καλή ηλιόλουστη μέρα, από αυτές τις μέρες που λες θα γυρίσει ο τροχός, που λες ότι υπάρχουν ακόμη καλές ψυχές κει έξω, καλές ιδέες, ότι βρε αδερφέ μπορεί να τα καταφέρουμε, να μην έχει έρθει το τέλος ακόμη.
Μια τέτοια μέρα όλα φάνταζαν πιθανά.
Ο γεράκος έγλειφε απαλά τα χείλη και πλατάγιζε με ευχαρίστηση. Ο ίδιος ήταν έτοιμος να υποδεχτεί το κάθε τέλος. Για την ακρίβεια, τον γεροΙτιά δεν τον ένοιαζε τόσο πολύ το τέλος, δεν τον απασχολούσε, ήταν εξοικειωμένος με το πέρασμα των εποχών. και τη διαδοχή τους από άλλες. Θα προτιμούσε όμως να μην έχει έρθει το τέλος ακόμη, οι άνθρωποι να μπορούσαν να αντεπεξέλθουν με τα στοιχήματα που βάλουν με τον εαυτό τους για το τέλος σήμαινε συχνά πόνο, μαζικό ανυπόφορο. Ήξερε τι κάνει ο πόνος στους ανθρώπους.
Έβλεπε συχνά ένα από τα φαντάσματα του πόνου να κυκλοφορεί τη νύχτα, πάντα νύχτα, μόνο νύχτα. Αυτό το φάντασμα ήταν διαφορετικό από τα άλλα, από τους φίλους του Ιτιά. Οι φίλοι του ήταν αραχνούφαντοι, ανύπαρκτοι, είχαν μετουσιωθεί σε τρέλα, μια ματιά και μια βελόνα τους διαπερνούσε εύκολα, τους προσπερνούσε άνετα.
Αυτός ήταν διαφορετικός. Απτός, με βαρύτητα, υλικότατος. Και δεν ήταν τρελός. Ήταν όμως φάντασμα και αυτός. Και ήταν φάντασμα γιατί οι άνθρωποι αποφεύγαν να τον δουν. Αποφεύγαν να τον δουν γιατί ήταν δυσάρεστος. Δεν ήταν δυσάρεστος γιατί ήταν άσχημος, ο τύπος φαινόταν ότι πίσω από τη μέτρια γενειάδα του ήταν αρκετά όμορφος.
Ήταν δυσάρεστος γιατί έμοιαζε με κάποιον που ανέπνεε τον ίδιο τον πνιγμό, που ζούσε από αυτόν. Ένα ψαροκόκκαλο στο λαιμό, όχι, όχι μόνο αυτό, όλη του η ηθική ραχοκοκκαλιά είχε στραβώσει και του τρυπούσε το λαιμό, την καρδιά και το μυαλό. Δεν ήταν τρελός, ήταν διεστραμμένος. Δεν ήταν δύσμορφος μα η ραχοκοκκαλία του, η βασική του ύπαρξη έμοιαζε να προεξέχει και να τον διαπερνά από παντού.
Ο ίδιος πίστευε ότι είχε τελειώσει με τον κόσμο και ότι ο κόσμος είχε τελειώσει με αυτόν, ο Ιτιάς όμως διάβαζε ότι θα έπαιζε κάποιο ρόλο στα πράγματα που θα ρχονταν.
Και ο Ιτιάς ήταν σίγουρος για αυτά που έβλεπε, όχι γιατί ήταν αλαζόνας αλλά γιατί ήξερε να βλέπει πέρα από την φυλακή της προσωπικότητας.
Την αμέσως επόμενη στιγμή, όλη η σιγουριά του χάθηκε. Γιατί τα μάτια του δεν μπορούσαν παρά να λαθεύουν για αυτό που βλέπαν. Τα πάντα γύρω από ένα σημείο άρχισαν να κινούνται σε αργή κίνηση. Η εικόνα των ανθρώπων άρχισε να θολώνει, λες και ο ίδιος έπαθε ξαφνικά διπλωπία, το είναι τους να τραβιέται από μέσα τους σαν ξεκρέμαστο έντερο. Ο κόσμος είχε γίνει ένας χαλασμένος προτζέκτορας, ο ίδιος ο χρόνος έμοιαζε να χει χαλάσει, τα καρέ του, οι στιγμές του επιτυπώνονταν πάνω στις επόμενες στιγμές.
Τα πάντα μπορεί να μην έχουν αιτίες έχουν όμως εστίες. Ο Ιτιάς κοίταξε την εστία του παραδόξου. Ένας άνθρωπος με σκούρα γκαμπαρτίνα, καραφλός, ίσως και απολύτως άτριχος. Γαμψή μύτη, περπατούσε γυρτός μα περήφανος, σαν αυτή να ταν η φυσική του στάση και να την τιμούσε παλικαρίσια, σαν να χε έρθει από κόσμο με δέκα βαρύτητες. Τα πάντα γύρω του στρεβλώνονταν, σαν να ταν ο ίδιος η πηγή της βαρύτητας του κόσμου του. Ήταν ο Γύπας!!!
Το μοχθηρότερο φάντασμα του κόσμου, κατάλαβε ότι τον βλέπαν και αυτό έμοιαζε με αδιανόητη προσβολή. Έστρεψε το πρόσωπο του να αντικρίσει τον υβριστή του, τον Ιτιά. Για πρώτη φορά από τότε από πού είχε πρωτοφυτρώσει, ο Ιτιάς σηκώθηκε και έντρομος άρχισε να τρέχει. Δεν έτρεχε ποτέ του, δε βιαζόταν να πάει πουθενά, ο χρόνος τον ταξίδευε, ο ίδιος δεν πήγαινε κάπου. Τώρα όμως καταλάβαινε ότι ο χρόνος τον πετούσε από πάνω του σαν ενοχλητικό τσιμπούρι, ότι ο χρόνος τον είχε ξεπεράσει. Και έτρεχε, έτρεχε.
Έπρεπε να μιλήσει σε κάποιον για αυτό, έπρεπε να τους πει για τον γύπα όσο ήταν νωρίς. Και ο μόνος που θα μπορούσε να καταλάβει την στρέβλωση, ήταν ο διεστραμμένος, το μόνο άλλο φάντασμα που δεν ήτα ν φίλος του.
Ε)
Δύο εξέχοντα φαντάσματα και ένας μπάτσος
Ο γέρος είχε χάσει το διαβατήριο που του επέτρεπε να κυκλοφορεί σχεδόν απαρατήρητος ανάμεσα στους ανθρώπους. Το θέαμα του Γύπα τον είχε κάνει να φοβάται και ήξερε καλά ότι τον φόβο τον μύριζαν οι άνθρωποι όπως όλα τα άλλα ζώα.. Βιαζόταν να βρει το διεστραμμένο, να του μιλήσει και ήξερε καλά ούτε και η βιασύνη περνούσε απαρατήρητη. Τώρα δεν ήταν ο άνθρωπος Ιτιά, τώρα ήταν ένας χεσμένος από το φόβο του γεράκος που σερνόταν στα λάθος μέρη τη λάθος στιγμή.
Ευτυχώς δεν άργησε να τον βρει.
Φορούσε τζιν, ελαφρώς ατημέλητος αλλά όχι παραμελημένος, όχι παραιτημένος αλλά ηττημένος. Κρατώντας ένα μπουκάλι αλκοολικής λήθης μέσα σε μια χαρτονένια σακούλα, έχει πάρει ότι ζητούσε από αυτόν τον κόσμο και επέστρεφε με το λάφυρο του στο ησυχαστήριο του.
¨Σ’ έχω δει¨. Ο γεράκος τον σταμάτησε με αυτή την παρατήρησή του.
Ο Στρεβλός γύρισε ενοχλημένος. Κοίταξε τον γεράκο.
¨Και εγώ εσένα¨
¨Σε έψαχνα¨
¨Εγώ πάλι όχι. Παράτα με¨
¨Είναι σημαντικό. Η ανθρωπότητα…¨
¨Ναι ξέρω… κινδυνεύει… Εκεί που είσαι ήμουν γέρο. Και ξέρεις κάτι; Δε μου καίγεται καρφάκι. Ότι και να πάθουν το κεφάλι τους τα φταίει. Η φύση τους, η βασική φύση τους… Είναι χειρότεροι και από τα ζώα, πιο μοχθηροί από αυτά. Πιστέψαν ότι είναι καλύτεροι και ότι έχουν δίκιο. Αλλά στην ηλικία σου τα ξέρεις αυτά έτσι δεν είναι;¨
¨Δεν είναι ο άνθρωποι…¨
¨Φυσικά και δεν είναι. Είναι τα τέρατα… Όλοι τέτοιοι είναι¨
¨Αυτό το τέρας δε βγήκε από ανθρώπινη μήτρα¨
Τα μάτια του Στρεβλού στενέψαν, το κεφάλι του έκλεινε προς τα αριστερά, να δει τον γέρο υπό γωνία.
¨Λέγε¨
Ο γεράκος αναθάρρεψε. Τελικά σε αυτό το φάντασμα είχε μείνει κάτι από άνθρωπο… Και αυτό ήταν χρήσιμο. Αν ο Στρεβλός μάθαινε για τον Γύπα, αν τον ενδιέφεραν ακόμη οι άνθρωποι και ο κόσμος τους έστω και λίγο, θα μπορούσε να τους μιλήσει. Αυτόν θα τον άκουγαν κάποιοι, και κάποιοι άλλοι θα κουγαν αυτούς τους κάποιους. Από κρίκο σε κρίκο, η αλυσίδα θα δενε και ίσως να δενε τον Γύπα.
Ο γεράκος ξεκίνουσε να μιλάει για αυτό που είδε και ένιωσε
και δεν μπόρεσε να αρθρώσει κουβέντα!
Τα λόγια για να το περιγράψει απλά δεν ήταν εκεί.
Σοκαρισμένος κοιτούσε τον Στρεβλό να τον κοιτάει περίεργος.
Ο Σάκης ο Πεχλιβανίδης, ο άνθρωπος, ο σύζυγος, γυρνούσε σπίτι από τη πιο σύντομη και πιο επικίνδυνη οδό ως συνήθως.
Ο Σάκης ο Πεχλιβανίδης ο μπάτσος είδε αυτό τη περίεργο ζευγάρι να στέκονται στη μέση του σοκακιού. Ο Σάκης διάβαζε τη γλώσσα του σώματος, η εμπειρία του το χε διδάξει. Ο γέρος φαινόταν φοβισμένος και σαστισμένος και ο άλλος, ο μουσάτος φαινόταν να του ζητάει κάτι. Τους ήξερε και τους δύο εμφανισιακά, τους πετύχαινε στο δρόμο ενίοτε, πρώτη φορά όμως είχε την ευκαιρία να τους παρατηρήσει.
Ο μουσάτος φαινόταν ότι είχε ζήσει την καλή ζωή και ότι για κάποιο λόγο είχε πάρει την κάτω βόλτα. Το μπουκάλι στα χέρια του ίσως να ταν η αιτία ίσως και το αποτέλεσμα.
Με το που τους πλησίασε ο Σάκης ο γεράκος άρχισε έμοιαζε να χάνει κάποιο από το φόβο του κα τη σαστιμάρα του και άρχισε να απομακρύνεται με τον αργόσυρτο τρόπο του. Ο Σάκης τον άφησε. Του αρκούσε ότι το χειρότερο, όποιο και αν ήταν αυτό, είχε αποφευχθεί. Το μόνο που του μενε να κάνει ήταν να υπενθυμίσει στον μουσάτο ότι ο Νόμος ήταν παρόν ακόμα και στα πιο σκοτεινά σοκάκια.
Ο μουσάτος γύρισε να δει τον μπάτσο να πλησιάζει. Με το που ο μουσάτος έστρεψε το βλέμμα του πάνω του, ο Σάκης ένοιωσε κάποιο αδιόρατο φόβο, όχι το φόβο της σωματικής απειλής που ήξερε καλά να αντιμετωπίζει αλλά μια ανησυχία, μια αναστάτωση, μια βεβαιότητα ότι ο άνθρωπος απέναντι του μπορούσε να του γαμήσει τις ισορροπίες του. Και αυτό που τον φόβιζε ακόμη περισσότερο ήταν ότι φοβόταν, έστω και λίγο και ότι το θάρρος του τον πρόδιδε.
Ανασκουμπώθηκε.
¨Μπάτσος είσαι¨ του είπε αδιάφορα ο μουσάτος βγάζοντας τον από τον κόπο να εξηγήσει.
¨Ναι, και από τους καλούς μπάτσους μάλιστα. Και αν εσύ είσαι από τους καλούς τότε δεν τρέχει τίποτε.¨
Ο μουσάτος σάρκασε. ¨Χα… οι καλύτεροι έχουν γαμήσει τη μάνα τους. Μπάτσε, εσύ πιστεύεις ακόμη στο παραμύθι του καλού και του κακού; Όλοι είναι ζώα, μια μεγάλη τροφική πυραμίδα. Και αυτός που βρίσκεται στην κορυφή της έχει τη μερίδα του λέοντος2. Εσείς απλά είστε τα τσομπανόσκυλα που κρατάτε το κοπάδι σε μια νόστιμη τάξη.¨
Ο Σάκης κατάλαβε ότι ο τύπος δεν ήταν για να χεις πολλά πάρε δώσε μαζί του. Μισάνθρωπος που έπρεπε να τον αφήνεις μακριά από τους άλλους.
¨Ταυτότητα¨
¨Εγώ δεν την χρειάζομαι, τι να την κάνεις εσύ;¨
¨Όνομα έχεις;¨
¨Τα ονόματα είναι για τους ανθρώπους. Εσύ είσαι μπάτσος. Το όνομα δε σου χρειάζεται. Γιατί να χρειάζεται σε μένα;¨
Ο Σάκης πέταξε ένα ¨θα σε προσέχω¨ για να εισπράξει ένα ¨εγώ πάλι όχι¨ και να απεμπλακεί από το πάρε-δώσε με αυτόν τον δυσάρεστο άνθρωπο. Δεν είχε καμία αμφιβολία ότι ο μουσάτος ήταν ένας δυνητικά επικίνδυνος άνθρωπος, αλλά όπως και με τους δυνητικά ωφέλιμους δεν μπορείς να κάνεις και πολλά για να αποτρέψεις ή να ενθαρρύνεις τη δράση τους. Τέτοιοι τύποι και από τις δύο πλευρές του νομίσματος, όταν έρθει η ώρα τους, θα δράσουν, για το καλό ή το κακό. Μέχρι τότε είναι συνετό να τους αφήνεις στην ησυχία τους. Και ο Σάκης ο Πεχλιβανίδης, ο καλός μπάτσος, το διαμάντι της αστυνομίας έκανε ακριβώς αυτό. Τον άφησε στην ησυχία του, στην μισάνθρωπη χειμερία του νάρκη.
ΣΤ)
Ξυπνώντας κάθε μέρα νεκρός
Όσο μεγαλώνεις τόσο πιο πολύ μαθαίνεις να ξυπνάς με ήχους. Πιτσιρικάς είχες μονάχα μια ανυπόφορη στύση που ζητούσε τρελαμένα ανακούφιση. Τώρα πια που η στύση σου δεν είναι και τόση επίμονη αυτό που σε βασανίζει είναι οι κριγμοί: το κρακ της κακοποιημένης από την καθιστική ζωή σπονδυλική σου στήλη, το κρακ του μονίμως πιασμένου αυχένα σου, όλη η πνευματική, η εργασιακή και η ηθική σου οσφυιοκαμψία σου έχει πια για τα καλά σωματοποιηθεί. Αν είσαι καπνιστής δε, ακούς τα ασφαλτοστρωμένα με μπόλικη πίσσα πνευμόνια σου να αγκομαχούν, ακούς μαζί με τους συντρόφους σου τον υπέροχο ήχο των εκπνευστικών συρριγμών σου, τα βροχγιόλια σου να σου τραγουδάν ότι μαλάκα πνίγεσαι διαρκώς εδώ και μέσα, ότι χωρίς οξυγόνο δεν ζεις και πάρα πολύ. Αυτά συμβαίνουν κατά την υπέροχη διαδικασία της ωρίμανσης. Δεν γίνεσαι πιο έξυπνος, ούτε πιο σοφός, ούτε πιο
όμορφος απλά πιο έτοιμος για να ψοφήσεις.
Το περίεργο είναι ότι τον Πέτρο όταν ξύπνησε εκείνο το πρωινό δεν τον απασχολούσε ιδιαίτερα καμιά από αυτές τις ¨ώριμες¨ ενοχλήσεις. Το πρόβλημα του ήταν άλλο: Πονούσε, πολύ σε όλο του το σώμα και για κάποιο περίεργο λόγο αδυνατούσε να κινηθεί. Προσπάθησε να ρίξει μια ματιά στο πονεμένο του κορμί να καταλάβει τι του συνέβαινε αλλά ούτε και αυτό του ήταν μπορετό. Όλο του σώμα είχε κλειδώσει.
Τότε θυμήθηκε πια ήταν η τελευταία του πράξη. Άρχισε να γελάει και γελώντας πονούσε και πονώντας γελούσε ακομη περισσότερο. Ήταν ζωντανός ο πούστης, ήταν ζωντανός και γραφε τον Νεύτωνα και τον νόμο του στα αρχίδια του. Αν είχε απομείνει κάτι από αυτά.
Γιατί ο Πέτρος ήταν ο χρηματιστής που βούτηξε από τους δίδυμους πύργους. Και δεν το κανε από απόγνωση. Αντίθετα το κανε από επίγνωση.
Στο μυαλό του λίγο πριν σπάσει την τζαμαρία επιμελώς με τον πυροσβεστήρα και κάνει το βήμα στο κενό μουρμούριζε στιχάκια: ¨Αδρεναλίνη, κανένας δε θα μείνει … πριν απ τα με-σά-νυ-χτα να ρθεις, ταξίδι στο κέντρο της γης¨
Κάπου εκεί φιλοδοξούσε να φτάσει, πολύ πιο βαθιά από το αντίστοιχο τόλμημα χιλιάδες χρόνια πριν, να φτάσει στον πυρήνα ενός πλανήτη που οι ανθρώπινοι ένοικοι του μες στο αυτοκαταστροφικό τους ταλέντο γουστάραν να τον σβήσουν από τους αστρικούς χάρτες. Ναι ο καυτός πυρήνας της γης ήταν πολύ πιο ασφαλής από τις κυψέλες των ανθρώπων. Μονάχα που το ταξίδι του διακόπηκε νωρίς από τα πλακάκια του πεζοδρομίου. Λιακόπουλος και κούφιες γαίες και κουφιοκεφαλιές. Κάθε αυτοκτονικός που βουτούσε από ψηλά ξεχνώντας να βάλει μπόλικη θάλασσα από κάτω του το ήξερε αυτό το απλό γεγονός. Το σώμα που πέφτει από ψηλά δεν πάει πιο βαθιά από την επιφάνεια, δεν αποδρά σε κάποιο μυστικό υπόκοσμο. Απλά σκάει σαν καρπούζι.
Ο καθηλωμένος Πέτρος είδε την νοσοκόμα να μπαίνει στο θάλαμο. Ήξερε πλεον που ήταν. Στο νοσοκομείο βρισκόταν, προφανώς ζωντανός ακόμη. Δεν θεωρούσε ότι στον παράδεισο υπήρχε θάλαμος νοσηλείας για τις πληγωμένες ψυχές. Άρα; Ήταν ζωντανός. Είχε γλυτώσει από τις ίδιες του τις προθέσεις.
¨Είστε πολύ τυχερός που ζείτε¨ ήταν το πρώτο πράγμα που του είπε η νοσοκόμα, ευγενικά μα μάλλον επικριτικά.
Να χαρώ εγώ τύχη. Ο κόσμος πήγαινε κατά διαόλου, οι ασκοί του Αιόλου σκάγαν στα μούτρα της ιστορίας και η νοσοκόμα, όπως άλλωστε και οι περισσότεροι, να νομίζουν ότι παίζουν σε μιούζικαλ, από κείνα τα παλιά, με τον Φρεντ Αστέρ και την Τζίντζερ Ρότζερς.
Ο Πέτρος κατάφερε να ρίξει μια ματιά στο κορμί του σκύβοντας με τεράστια προσπάθεια το κεφάλι του. Γύψοι και μέταλλα και βίδες. Ένοιωσε σαν νεοκλασσικό που αναστηλωνόταν. Φοβάταν να σκεφτεί πως ήταν από μέσα η κατάσταση. Σκέφτηκε πως αν ήταν βασιλιάς το κορμί του τώρα πρέπει να ταν βασιλικός πολτός.
Μουρμούρισε κάτι. Η νοσοκόμα έσκυψε να ακούσει την απαίτηση του. Όλοι οι άρρωστοι για αυτήν ήταν το ίδιο: γκρινιάρηδες που νόμιζαν πως η αρρώστια τους τους έδινε το δικαίωμα να ζητούν ότι θέλουν, πως τους έκανε καλύτερους, προνομιούχους. Είχε δει ετοιμοθάνατους κωλόγερους να τις πιάνουν τον κώλο, και άλλους να της ζητάνε να τους κάτσει στην ύστατη στιγμή τους. Παρηγοριά στον άρρωστο το λεν αυτό; Τόσα χρόνια σπουδών για να ξεσκατώνει ερείπια που πότε πότε της την πέφταν και από πάνω; Αυτή ήταν η ανταμοιβή της. Ε όχι. Εδώ δεν είναι μουσουλμανικός παράδεισος ρε, οι νοσοκόμες δεν είναι ουρί, εδώ είναι νοσοκομείο. Γίνετε καλά και τσακιστείτε από δω, ή ψοφήστε μια ώρα αρχύτερα. Αλλά ποτέ δεν ξέρεις πότε μπορεί να σου κάτσει το τυχερό. Μπορεί κάτω από την γύψινη θήκη του αυτοκτονιάρη να κρυβόταν ένος νέος, ρομαντικός, ωραίος και πετυχημένος γαμπρός που δεν είχε βρει ακόμη την κατάλληλη γυναίκα. Ναι, μπορεί να ταν αυτό που τον οδήγησε στην απόπειρα, το ότι δεν είχε βρει ακόμη τη σωστή γυναίκα, και ποια σωστότερη από αυτήν; Η μητέρα της πάντα της έλεγε να μην κλωτσάς την τύχη σου. Που ξέρεις, μπορεί ακόμη και αυτός. να ταν το τυχερό της, το γραφτό της. Χρηματιστής δεν είπαν ότι είναι; Όχι και άσχημα.
Με αυτή την προοπτική στο μυαλό της έσκυψε να ακούσει την παράκληση του οριζόντιου αγάλματος από κάτω της, του αυτοκτονιάρη. Αυτό που άκουσε απλά την ξενέρωσε:
¨Ήρθε το τέλος, ήρθε το τέλος¨
Γαμώ την τύχη της, εκτός από αυτοκτονιάρης ήταν και παλαβός. Άσε τέτοια γονίδια δεν τα θελε για τους γόνους της.
Ο Πέτρος κοιτούσε τη νοσοκόμα να φεύγει αλλά το μόνο που σκεφτόταν ήταν η δικιά του πτώση. Για χιλιάδες χρόνια, χιλιάδες άνθρωποι επιχειρούσαν να πετάξουν και το πλήρωσαν με τη ζωή τους. Κανείς δεν τους μνημόνευε, οι αδερφοί Wright και η επιτυχία τους ήταν οι μόνοι που επιβιώσαν της λήθης, ούτε ένα δάκρυ για τους χιλιάδες αποτυχημένους αδερφούς Wrong δε σώθηκε. Αυτός όμως, ο Πέτρος Αλεξάνδρου, παρότι δεν επιχείρησε να πετάξει, απλά να πέσει, είχε επιβιώσει εκεί που οι περισσότεροι ονειροπόλοι είχαν γίνει ένας σάρκινος λεκές. Κάτι πρέπει να σημαίνει αυτό. Ναι σίγουρα. Από σήμερα δεν ήταν πια ο Πέτρος. Όχι, από σήμερα ήταν ο Πτέρος.
Ζ)
Ενδοκλινικώς
Λευκό, πιο λευκό και από λευκό. Αυτό το χρώμα κυριαρχεί παντού τριγύρω του τις τελευταίες μέρες. Κάθε πρωινό πρέπει να υπομένει το ξεπλυμένο αυτό λευκό. Και δεν είναι το μόνο που πρέπει να υπομένει. Είναι και ο πόνος. Και τα βάσανα του δεν τελειώνουν εκεί γιατί συν τις άλλοις νοιώθει πολύ μα πάρα πολύ άβολα. Με τους γύψους και όλα αυτά. Άσε που φαγουρίζεται σαν τρελός. Ο Πέτρος Αλεξάνδρου ποτέ του πριν δεν μπορούσε να φανταστεί πόση ελευθερία σου χαρίζει ένα υγιές ή τουλάχιστον ένα ακέραιο σώμα. Τώρα ούτε να αυτοκτονήσει δεν μπορεί, μα τι λέει, ούτε να ξυθεί, ούτε να κατουρήσει δεν μπορεί. Το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να κοιτάει, να κοιτάει τα άσπρα ταβάνια, τις λευκές ποδιές και τους υπόλοιπους τους κακομοίρηδες τους ασθενείς. Γιατρούς, νοσηλευτές και νοσηλευόμενους. Νιώθει σαν να παίζει ένα μικρό ρόλο σε κάποιο επεισόδιο της τηλεοπτικής σειράς ¨στην εντατική¨. Δεν είναι ζωή αυτή, αυτό είναι μια κακόγουστη σειρά σκέφτεται από τις πρώτες κιόλας ώρες της νοσηλείας του που δεν μπορεί ούτε θέλει να φανταστεί πόσο μακρά θα ναι.
Τον παραξενεύει λοιπόν όταν τον πλησιάζει ένας νέος άνθρωπος που δε φορά προβιά γιατρού ή νοσοκόμας αν και καταλαβαίνει ήδη ότι είναι και αυτός γιατρός, απλά λίγο διαφορετικός από τους άλλους.
¨Λοιπόν; Πως νιώθουμε σήμερα;¨ τον ρωτά ο νεαρός που κάθεται με άνεση στο κρεβάτι του πόνου του.
Πως νιώθουμε; Σκέφτεται από μέσα του ο Αλεξάνδρου. Πως νιώθουμε; Λες και είναι η ψυχή του τώρα που πονά και βασανίζεται και όχι το σπασμένο το κορμί του. Κοράκια που έρχονται να τραφούν με ότι έχει απομείνει απλό το γεύμα των λιονταριών. Κωλοιερατείο που έρχεστε για να επιβεβαιώσετε την εξουσία σας πάνω στα ανθρώπινα. Αντί για όλα αυτά ο Πέτρος λέει λακωνικά: ¨Άντε γαμήσου μαλάκα ψυχόμπατσε. Τσακίσου να φέρεις κανάν ορθοπεδικό που τουλάχιστον ξέρει να κάνει και κάτι χρήσιμο¨
Ο νεαρός ειδικευόμενος ψυχίατρος που ούτε καν πρόλαβε να συστηθεί στον ασθενή σηκώθηκε κακήν κακώς από το κρεβάτι του πόνου έχοντας καταλάβει ένα πράγμα. Δεν τον έπαιρνε να χει τέτοιους ασθενείς. Είχε ξαναεισπράξει εχθρικές συμπεριφορές στο παρελθόν και αντιλαμβανόταν ότι αυτές προέρχονταν κυρίως από την άρνηση των ασθενών, την άρνηση τους να αντιληφθούν και να συμφιλιωθούν με τα χάλια τους, τη σωματική τους ή την ψυχολογική τους κατάπτωση. Αλλά σε καμία περίπτωση δεν ένοιωθε ότι ο ίδιος άξιζε μια τέτοια συμπεριφορά. Εντάξει ο καθένας είχε τα προβλήματα του, άλλοι περισσότερα και άλλοι λιγότερα. Μήπως όμως έδειξε ποτέ κανείς τους κατανόηση ή έστω ενδιαφέρον στο τι πέρασε για να βγάλει την ιατρική; Ή τι αγώνα έδινε όντως ακόμα ένας απλός ειδικευόμενος απέναντι σε ένα φαρμακευτικό κατεστημένο που μοίραζε τα ψυχοφάρμακα σαν να ταν καραμέλες;. Ο ίδιος πίστευε ότι οι ψυχώσεις ήταν γεωμετρικά σχήματα, ψυχονοητικά ιδιώματα που μπορούσες να αποκρυπτογραφήσεις, ψυχολογικοί, νοητικοί και συναισθηματικοί λαβύρινθοι που αν τους παρακολουθούσες προσεκτικά μπορούσες να αποτυπώσεις τη διαδρομή τους και ίσως ίσως να βρεις και το συμβολικό κλειδί με το οποίο μπορούσες να βγάλεις τον ασθενή από κει μέσα. Πίστευε ακόμη και στη δύναμη του λόγου, στην αξία της ανθρώπινης επαφής. Προφανώς όμως δεν ήταν αρκετά καλός σε αυτό. Όχι τόσο καλός όσο η Κύρα, η κλινική ψυχολόγος που είχαν μέχρι και μερικούς μήνες πριν. Αυτή είχε την ικανότητα να κάνει τους ασθενείς να την εμπιστεύονται, να τους μαλακώνει, να τους κάνει πιο εύκολους στο χειρισμό τους από άλλους γιατρούς. Του λειπε η συμβολή της στο νοσοκομείο αυτό ήταν αλήθεια. Και ίσως να ταν αλήθεια αυτό που του λεγε ο διευθυντής της ψυχιατρικής, ο Θόδωρος Σκλαβούνος: ¨Αγόρι μου, είσαι πολύ νέος για να καταλάβεις και πολύ ενθουσιώδης για να εκτιμήσεις σωστά. Με τα χρόνια θα στρώσεις και συ.¨
Ίσως να ταν και έτσι. Ίσως ο ενθουσιασμός, οι φρέσκιες ιδέες και η αφοσίωση να ταν απλά κουσούρια, βλέννα νεογέννητου ψυχίατρου που με το χρόνο θα απόβαλλε και θα γινόταν ένας σκληροπυρηνικός και ψυχρός επαγγελματίας όπως ο διευθυντής του. Για αυτό που ταν σίγουρος όμως από τότε που έφυγε η Κύρα, ήταν πως ο ικανότερος να χειριστεί τέτοιους εχθρικούς ασθενείς όπως ο Αλεξάνδρου ήταν ο διευθυντής του ο Σκλαβούνος ακόμη και αν αυτό απέβαινε τελικά σε βάρος τους.
Ο Σκλαβούνος καθόταν στο γραφείο του. Το πρώτο πράγμα που έβλεπες πάνω του ήταν η γαμψή του μύτη, ατόφια μύτη αρπακτικού και τα αραιά κιτρινισμένα μαλλιά του χτενισμένα προς τα πλάγια. Ήταν χωρίς αμφιβολία ένας αντιπαθητικός στην εμφάνιση τύπος και αυτή η εντύπωση επέμενε ακόμη και αν τον γνώριζες καλύτερα είτε ως ασθενής είτε ως άνθρωπος. Το δεύτερο πράγμα που παρατηρούσες ήταν ένα πλήθος αναμνηστικών κειμηλίων αραδιασμένα στο γραφείο του που μαρτυρούσαν την παρουσία του σε κάθε άκρη του πολιτισμένου κόσμου.
Ήταν διευθυντής πια, του πήρε τόσα χρόνια να φτάσει εδώ που έφτασε και δεν άφηνε στιγμή να μην το εξαργυρώσει. Άλλωστε ακόμη και σήμερα πλήρωνε μεγάλο τίμημα για τις υπηρεσίες που προσέφερε στην κοινωνία: Κάθε μέρα είχε να κάνει με ανθρώπους που η κοινωνία δεν τους άντεχε στους κόλπους της και τους πετούσε σε ψυχιατρεία και ιδρύματα. Μέσα του ένοιωθε σαν να ναι ο διευθυντής σκουπιδότοπου, αφού τους τρελούς τους αντιπαθούσε σφόδρα και τους θεωρούσε χωρίς καμιά επιφύλαξη …σκουπίδια. Ευτυχώς το κύρος του γιατρού, και ακόμη περισσότερο του διευθυντή τον απάλλασσε από την δυσωδία της τρέλας με την οποία είχε καθημερινά πάρε δώσε. Δεν πίστευε ότι οι τρελοί θεραπεύονταν, απλά ότι φυλάσσονταν. Όταν σπάει κάτι καλύτερα να το πετάς και να παίρνεις καινούριο. Αυτή ήταν η φιλοσοφία του για τα πράγματα, την ζωή και την τρέλα. Για αυτόν ακριβώς το λόγο, για την δυσάρεστη δουλειά που έκανε και για τα τόσα χρόνια σπουδών πίστευε ότι άξιζε κάθε είδους ανταμοιβή. Ήθελε να εξαργυρώσει κάθε λεπτό που έχασε σπουδάζοντας, κάθε δευτερόλεπτο που χαράμισε δουλεύοντας, τη νεότητα που ξόδεψε, τις χαρές που δεν έζησε, τα ήθελε όλα πίσω, και μάλιστα με τόκο. Ευτυχώς για αυτόν, οι φαρμακευτικές ήταν πρόθυμες να του τα δώσουν και με το παραπάνω. Το να γράφεις φάρμακα απέδιδε περισσότερο από το να αγοράζεις μετοχές τους. Σκέτο χρυσωρυχείο. Γιατί φυσικά, τα ενθύμια στο γραφείο του δεν ήταν τα μόνα δώρα τους. Τα ταξίδια από τα οποία προέρχονταν ήταν μονάχα ένα από τα πολλά είδη είδος ανταμοιβής, από αυτά που επιτρεπόταν να επιδεικνύεις στους άλλους. Τα κρυφά τα είχε στα γκαράζ του, ή στην θυρίδα του ή απευθείας στους λογαριασμούς του. Και υπάρχαν και τα άλλα. Οι γκομενάρες που δούλευαν κράχτες στις φαρμακευτικές… Κάποιες έστω και λίγες από αυτές ήταν προς πώληση ή ενοικίαση και κάποιες άλλες πάρα πολύ πρόθυμες να φέρουν καλά νούμερα στα αφεντικά τους και μπόνους στις τσέπες τους. Η συνταγογράφηση ήταν μεγάλη μουνοπαγίδα. Παρά ταύτα, η ίδια η δουλειά εξακολουθούσε να ναι δυσάρεστη. Και το μόνο που ταν χειρότερο από τη δουλειά ήταν η πολλή δουλειά. Αυτό ακριβώς που απευχόταν και απεχθανόταν ο Σκλαβούνος, αυτό ακριβώς θα του φέρναν οι επόμενες μέρες. Δουλειά, πολύ δουλειά, τρελούς με το τσουβάλι
Η)
Φωτιά και λαύρα
Ήταν αναμενόμενο. Το είχε δει να ρχεται καιρό πριν. Μένοντας ακίνητος μπορούσες να μάθεις τα πάντα από τον χρόνο. Και ο γέρος με την γκρίζα μακριά γενειάδα και τα ρεμάλια να σκεπάζουν πρόσωπο και κορμί είχε μάθει ήδη τόσα πολλά που μέχρι να δει τον Γύπα νόμιζε ότι τα είχε δει όλα. Ο Ιτιάς μέχρι και τη μοιραία συνάντηση, μπορεί να έμοιαζε ακίνητος μα ταυτόχρονα ήταν παντού, σε ότι συνέβαινε στην πόλη. Ήταν εκεί, στην πτώση ενός ανθρώπου, στην πτώση του από ένα κτήριο απόγευμα, στην πτώση ενός άλλου ανθρώπου μες στην λάσπη λίγες μέρες μετά, ήταν παντού όπου οι άνθρωποι είχαν ανάγκη, ήταν ένας σχεδόν διαφανής παρατηρητής, ήταν η ζωντανή ιστορία. Οι άνθρωποι εύκολα τον αναγνωρίζαν μα ακόμη πιο πρόθυμα τον ξεχνούσαν. Μα ο ίδιος ήταν πάντα εκεί δίπλα τους, παρατηρούσε, κατέγραφε και κάποτε κάποτε, συμβούλευε. Μπορεί να χε βγει από τον κόσμο τους πολλά χρόνια πριν για τους δικούς του λόγους, λόγους που ποτέ του σκόπιμα δεν θυμόταν, μα ήταν ακόμη εκεί δίπλα στις ζωές τους. Ήταν ένα μέρος της κρυφής τους ζωής, αόρατος στα μάτια τους, αόρατος όσο η ψυχή, τόσο αόρατος που ακόμη και ο ίδιος έφτασε να πιστεύει πως κυρίως όταν το ήθελε, όσο και αν τον κοιτάζαν, δεν θα μπορούσαν ποτέ ουσιαστικά να τον δουν. Τον βόλευε αυτή του η ιδιότητα, το να ναι απαρατήρητος, τον αποδέσμευε από κάθε νόμο, από τον ίδιο τον χρόνο, τον έκανε να νιώθει ώρες ώρες σχεδόν απρόσβλητος. Του δινε την απίστευτη ελευθερία να παρατηρεί χωρίς να τον παρατηρούν και έτσι μάθαινε πολλά, ανεμπόδιστος πλούταινε και βάθαινε, αποκτούσε μια όλο και μεγαλύτερη γνώση για όσα είχαν γίνει και μια όλο και μεγαλύτερη διαίσθηση για όσα έμελαν να ρθουν. Είχε αποκτήσει βαθιές ρίζες στην ιστορία των ανθρώπων, είχε γίνει ο άνθρωπος ιτιά. Όχι, όχι δεν ήταν ο Γαρύφαλλος πια, ήταν ο άνθρωπος ιτιά. Και ο άνθρωπος ιτιά ένιωθε τον άνεμο της αλλαγής στα φυλλώματα του. Και ήταν ο άνεμος αυτός που τον έσπρωξε σε εκείνη την πλατεία. Ο άνεμος της αλλαγής που κουνούσε πράγματα στην ψυχή των ανθρώπων, που άλλαζε τα δεδομένα. Για πολλά χρόνια ήταν η εποχή της απάθειας, μετά για λίγο καιρό κράτησε η εποχή της έριδας και τώρα κατέφθανε η εποχή της βίας.
Ήταν επόμενο. Για μέρες έβρεχε και οι άνθρωποι νιώθαν ανήμποροι και θυμωμένοι για την ανημποριά τους. Σήμερα είχε σταματήσει, είχε βγάλει ήλιο. Το νερό είχε στεγνώσει μέχρι το μεσημέρι. Ήταν η ώρα. Θα βγαίναν οι άνθρωποι σαν τα σαλιγκάρια, θα ξεφωλιάζαν μαζί και το θυμό που τόσα χρόνια κρατούσαν φαρμακερό μέσα τους και θα βρίσκαν μια πόλη καυσόξυλο να της τον βροντοφωνάξουν. Δεν είχαν τη γλώσσα να το κάνουν τόσα χρόνια. Και ούτε τώρα τη βρήκαν. Αλλά βρήκαν την κρυψώνα του θυμού μέσα τους και αποφασίσαν να ξετρυπώσουν αυτό που τόσα χρόνια τους σκότωνε.
Ολοένα και ερχόντουσαν, νέοι οι περισσότεροι τους. Ο βουβός θυμός που γινε απόγνωση ήθελε να εκφραστεί.
Γίναν πολλοί. Μαζευτήκαν στην πλατεία. Φωτιές στα μάτια τους, φωτιές στα χέρια τους.
Ο άνθρωπος ιτιά τρόμαζε από την φωτιά, κάθε φωτιά απειλούσε τον κόσμο απειλούσε και τον ίδιο. Μα συνέχιζε να παρακολουθεί.
Έβλεπε όλο το τοπίο με τα μάτια του να χει γίνει ιώδες. Έβλεπε τα νέα παιδιά και έβλεπε λουλούδια, αθώα, όμορφα να χουν γίνει λουλούδια με τρομερά φλεγόμενα αγκάθια, να γεννοβολούν διαρκώς πύρινες γλώσσες μέσα σε αυτό το ιώδες τοπίο. Αντιδρούσαν στην ίδια τους τη μεταμόρφωση, αντιδρούσαν σε αυτό που τους είχαν κάνει. Σε λίγο το μέρος είχε γεμίσει φωτιές, και μετά από αυτό, απρόσμενα, γέμισε από πραιτοριανούς, από ανθρώπους με γκλομπς και στολές και κράνη και πιστόλια. Δεν είχαν έρθει για να σβήσουν τις φωτιές, ούτε για να τις αποτρέψουν, ήρθαν απλά για να σπάσουν τα οργισμένα λουλούδια που αντί να τσιμπηθούν από τα αγκάθια τους και να μαραθούν τολμούσαν να τα στρέψουν αλλού, τυφλά, με το ένστικτο αυτού που παλεύει για την επιβίωση του. Ήρθαν για να τα σπάσουν από το μίσχο.
Ο άνθρωπος ιτιά είδε κορμιά να τρέχουν πάνω σε κορμιά, κορμιά να τρέχουν από άλλα κορμιά, άψυχα πράγματα ζηλόφθονα να στοχεύουν να σκοτώσουν την ψυχή. Τα πάντα είχαν αρπάξει φωτιά, η ψυχή του κόσμου φλεγόταν.
Είχε ξαναδεί τη σπίθα της βίας, τον τρόμο και το κακό που προκαλούσε αλλά πρώτη φορά έβλεπε τόσους πολλούς απέναντι σε τόσους πολλούς σε μια μάχη χωρίς τρόπαια. Αυτή τη φορά ήταν διαφορετικά. Αυτή τη φορά ο Γύπας είχε βγει παγανιά, να δρέψει αυτό που καλλιεργούσε τόσα χρόνια. Και κανείς μα κανείς δεν ήταν ασφαλής, ούτε καν τα φαντάσματα. Ούτε καν οι αόρατοι. Ούτε καν οι ανέγγιχτοι. Η ανθρωπότητα κινδύνευε από τον γύπα και αυτός, ο άνθρωπος Ιτιά, σε αντίθεση με τον Στρεβλό, δεν την είχε απαρνηθεί.
Ο Ιτιάς, περισσότερο ορατός κοντά στις φωτιές της νεανικής ψυχής, περισσότερο ορατός από το δηλητήριο του φόβου που με μισή του ματιά ο Γύπας είχε σταλάξει μέσα του χαμογέλασε στο πλησίασμα των δύο αστυνομικών. Τώρα πια μπορούσε να το δει και αυτό. Τώρα ο Γύπας ήταν μέρος της ιστορίας. Τώρα μπορούσε να δει κρυφούς και φοβερούς θυλάκους στο μέλλον. Τώρα ήταν κομμάτι της ιστορίας που καταγραφόταν. Και τώρα καταλάβαινε ότι ο ρόλος του τέλειωνε, ότι δεν μπορούσε να μιλήσει σε κανένα για τον Γύπα, ότι οι άνθρωποι έπρεπε να ναι δυνατοί αρκετά, έξυπνα αρκετά, άνθρωποι αρκετά για να καταλάβουν τη δράση του.
Οι δύο αστυνομικοί τον γράπωσαν από τα αδύνατα σαν κλαράκια χέρια του και τον έσυραν σε μια κλούβα;
¨Αυτή τη φορά είναι διαφορετικά¨ του είπε ο μπάτσος σφαλίζοντας την πόρτα πίσω του με δύναμη.
Δεν μπορούσε να ξέρει πόσο δίκαιο είχε!
Θ)
Παρηγοριά στον άρρωστο
¨Γιατί βρε παιδάκι μου να πας να κάνεις κάτι τέτοιο; Τι σου λειπε εσένα¨. Ο Αλεξάνδρου, μπλαστρωμένος με τους γύψους καθόταν στην αναπηρική καρέκλα και ζύγιζε με τα μάτια του την κατάσταση. Απέναντι του είχε τον Σκλαβούνο, το διευθυντή της ψυχιατρικής και πελάτη του για λίγο καιρό. Είχε διαχειριστεί ποσά για αυτόν που ούτε ο μισθός του διευθυντή ούτε το ιδιωτικό του ιατρείο αρκούσαν να δικαιολογήσουν. Ένας λόγος παραπάνω να μην τον εμπιστεύεται, ένας λόγος παραπάνω να μην του κρύψει απολύτως τίποτε. Αν κάποιοι έπρεπε να ξέρουν ήταν τύποι σαν τον Σκλαβούνο, τέτοια αχρεία υποκείμενα.
Ο Αλεξάνδρου δυσκολευόταν να μιλήσει δυνατά και η δυσκολία του δεν ήταν ψυχολογική αλλά καθαρά σωματική, με όλες αυτές τις σπασμένες αρθρώσεις μέσα του και τα πρόσθετα υλικά αναστήλωσης πάνω του. Μα θα έκανε την προσπάθεια του, άξιζε τον κόπο.
¨Θες να μάθεις γιατί σάλταρα; Άκου λοιπόν. Ξέρεις τι δουλειά κάνω και όλοι ξέρουν πόσο καλά την έκανα.¨
¨Ναι παιδί μου, είσαι από τους καλύτερους χρηματιστές της χώρας. Δεν υπάρχει κανείς που να το αμφισβητεί αυτό¨
Ο Αλεξάνδρου δεν αντέδρασε καλά στην φιλοφρόνηση.
¨Και αυτό ακριβώς είναι που με κάνει από τους μεγαλύτερους καραγκιόζηδες του κόσμου. Γιατί όλοι οι χρηματιστές είναι καραγκιόζηδες, ψωροπερήφανα πιόνια.¨
¨¨Είχα πελάτες με δισεκκατομύρια, όχι φτωχομπινέδες και βλάχους σαν του λόγου σου, λεφτάδες, τόσο που δεν μπορείς να φανταστείς¨
Το πρόσωπο του Σκλαβούνου στράβωσε από την προσβολή που δέχτηκε. Για χάρη της ωφέλιμης για αυτόν οικονομικής σχέσης που είχαν στο παρελθόν και για χάρη της ωφέλιμης για αυτόν οικονομικής σχέσης που μπορεί να είχαν στο μέλλον αν και εφόσον ο Αλεξάνδρου ανέκαμπτε, άφησε την προσβολή να περάσει αναπάντητη.
¨ Έμαθα πολλά από αυτούς. Αλλά το χειρότερο είναι τι έμαθα για αυτούς.¨
¨Οι τύποι ήταν τα παλιά λεφτά. Πετρέλαια, διαμάντια, όπλα, τράπεζες. Και ξέρεις τι ανακάλυψα ρε μάγκα; Θες να μάθεις;¨
¨Ελεύθερα¨ απάντησε ο Σκλαβούνος μπας και τσιμπούσε καμιά χρήσιμη για αυτόν χρηματιστηριακή πληροφορία.
¨Οι τύποι είναι ο Αρμαγεδδών ο ίδιος. Είναι οι λέρες που παραγγέλνουν τους πολέμους όπως εγώ και συ παραγγέλνουμε πίτσα. Όπου μπορεί να πάει ο νους σου, σε όποια συμφορά, σχεδόν σε κάθε μαζικό αιματοκύλισμα είναι χωμένοι.¨
Το μόνο που σκέφτηκε ο Σκλαβούνος μπροστά σε αυτήν την μεγάλη ¨αποκάλυψη¨ του Αλεξάνδρου ήταν η αγαπημένη του ατάκα. ¨Σκάσε και ωρίμασε πια¨. Πάλι όμως τον άφησε να συνεχίσει
¨Τώρα τελευταία άρχισαν να μην τους αρκούν οι τοπικοί πόλεμοι και τα κέρδη τους. Βλέπεις είναι ότι έχουν γίνει και πανάκριβοι, δεν κοστίζουν μόνο φτηνές ανθρώπινες ζωές πλέον. Όχι δεν τους αρκούσαν οι μικροπόλεμοι. Τους είχαν μπει στο μάτι οι πληροφορικάριοι και η σκατοεπανάσταση τους που δεν την πρόλαβαν και που τους καπέλωσε. Και τι πήγαν και κάναν τα άτομα; Άρχισαν να ανεβάζουν το πετρέλαιο τόσο ώστε να κλονίσουν την παγκόσμια οικονομία και να τη στεγνώσουν από ρευστό. Είναι οι τύποι που ξεκίνησαν την κρίση για να μπορούν την επόμενη μέρα να αγοράσουν τα πάντα: τις νέες τεχνολογίες, το νερό που πίνεις, τον αέρα που αναπνέεις και να ταίζουν τα παιδιά σου με τα μεταλλαγμένα τους¨
¨Εσύ περισσότερο από όλους τα καταλαβαίνεις αυτά με τις φαρμακευτικές και τα φράγκα που σου στάζουν για να κάνεις τον άρρωστο κόσμο απλά αθεράπευτο¨
Ο Σκλαβούνος κοιτούσε τον Αλεξάνδρου σχεδόν με περιφρόνηση πλεόν
¨Πάντα έτσι ήταν ο κόσμος, πάντα έτσι θα ναι. Δεν το ξερες. Ήταν αυτός σοβαρός λόγος για να αυτοκτονήσεις¨
Ο Αλεξάνδρου κοίταξε τον ψυχίατρο οργισμένα.
¨Πάντα στη ζωή μου πίστευα στην οικονομία σαν μια δύναμη προόδου. Εντάξει δούλευα για λαμόγια και λωποδύτες αλλά όσο το πράγμα λειτουργούσε και όλοι γινόντουσαν πλουσιότεροι όλα ήταν Ο.Κ. Όταν έμαθα ότι ήμουν συνεργός σε μαζικές δολοφονίες, εργαλείο στο χτίσιμο μιας παγκόσμιας δικτατορίας, ε ναι τότε κάτι μέσα μου έσπασε. Ήμουν ακόμη άνθρωπος και την πίστη μου την είχα στην ανθρώπινη φυλή. Όταν μου το πήραν αυτό, ένοιωθα να μη μου χει μείνει τίποτε. Ήμουν ένα κούφιο πράγμα και μονάχα ενοχές με γέμιζαν. Ξέρεις τι σημαίνει ενοχή Σκλαβούνε, αίσθημα ευθύνης; Η συνείδηση μου δεν το άντεχε αυτό¨
Ο Σκλαβούνος κοιτούσε τον αυτοκτονικό γύψο μπροστά του με παγερή αδιαφορία. Δεν τον αναιρούσε ο Αλεξάνδρου, δεν τον έκανε να νιώθει αμφιβολίες, αντίθετα τον επιβεβαίωνε. Αν δεν ήσουν αρκετά ισχυρός, αν δεν ήσουν αρκετά αναίσθητος, αργά ή γρήγορα, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο θα κατέληγες σαν τον Αλεξάνδρου ή ακόμη χειρότερα σαν τους άλλους ασθενείςς. Η ανθρωπιά ήταν αρρώστια και το μόνο που ταν χειρότερο από αυτήν ήταν η συνείδηση.
¨Σε ποιον τα λέω ε; Να σου πως κάτι όμως Σκλαβούνε; Οι μάγκες την πατήσαν χοντρά. Και ξέρεις γιατί; Γιατί οι ίδιοι με τις λαμογιές τους είχαν υποσκάψει την πιο μεγάλη τους επιδίωξη. Η κρίση ξέφυγε από τον έλεγχο τους και ήταν από τους πρώτους που πήρε η μπάλα. Ειρωνικό δεν είναι; Με όλες τις λαμπρές δεξαμενές σκέψεις, τους πουλημένους πολιτικούς και ακαδημαϊκούς και δημοσιογράφους στη δούλεψη της, με όλοι τη δύναμη του κόσμου στα χέρια τους, αυτοί να καταφέρνουν να βάζουν τα χεράκια τους να βγάζουν τα ματάκια τους; Μαλάκες ολκής, αυτό αποδείχτηκε ότι είναι, μαλάκες που την πατήσαν από την ίδια τη μαλακία τους. Και τώρα τα κεφάλια μέσα και πίσω στο σχεδιαστήριο. Αυτά φέρνει η απληστία Σκλαβούνε, αυτά θα πάθεις και συ αργά ή γρήγορα. Και η κατρακύλα θα σε πονέσει περισσότερο από ότι με πόνεσε εμένα η πτώση¨
Εντάξει, αρκετή υπομονή έδειξε μέχρι τώρα. Όσο σπουδαίος και αν υπήρξε ο Αλεξάνδρου, τώρα είχε προφανώς τελειώσει. τώρα ήταν απλά ένας ασθενής, ο δικός του ασθενής μάλιστα και δε θα δεχόταν άλλες προσβολές ή απειλές. Το μόνο που ήθελε αυτή τη στιγμή ο Σκλαβούνος είναι να τελειώσει αυτή η κουβέντα μια ώρα αρχύτερα. Γι αυτό και είπε συγκαταβατικά:
¨Εντάξει Πέτρο, όλους μας έχει επηρεάσει αυτή η κωλοκρίση. Αλλά μπόρα είναι, θα περάσει. Και θα δεις ότι όλα θα γίνουν όπως πριν. Λίγη υπομονή θέλει μονάχα. Εντάξει Πέτρο αγόρι μου;¨
Ο Αλεξάνδρου κάρφωσε τα μάτια του στα μάτια του ψυχίατρου
¨Δε με λένε Πέτρο. Με λένε Πτέρο και είμαι η επανάσταση¨
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου