Αποσπάσματα
α)
Έχετε δει ποτέ μια κηρήθρα; Εννοώ να την πιάσετε στα χέρια σας, να το ζυγίσετε, να τρυπώσετε με το βλέμμα σας μέσα στα διαμερίσματά της. Αν το κάνετε, σας βεβαιώ, έχετε τον κόσμο στα χέρια σας. Γιατί ο κόσμος δεν είναι τίποτε άλλο από μια κηρήθρα, διαμερισματοποιημένος για εργάτες, βασίλισσες και κηφήνες.
Περίεργο. Οι κηρήθρες είναι μελωμένα μαθηματικά, αυστηρά αρχιτεκτονημένες γεωμετρίες. Κι όμως, στην κηρήθρα της ανθρώπινης κοινωνίας ελάχιστοι άνθρωποι ενδιαφέρονται για τα μαθηματικά. Η αμάθεια τους όμως δεν τους εμποδίζει να εκτελούν τα βασικά τους μαθηματικά πάνω σε ανθρώπους, να κάνουν στους πληθυσμούς αφαιρέσεις και διαιρέσεις. Είναι πολλοί αυτοί που διαιρούν, διαχωρίζουν τους ανθρώπους σε καλούς και κακούς, σε όμορφους και άσχημους, σε πλούσιους και φτωχούς και μετά αφαιρούν αυτούς που υπολείπονται από την κηρήθρα. Εγώ πάλι ακολουθώ την πτώση της κηρήθρας που με την κρούση ανοίγει στα δύο. Έτσι, με την πτώση μου, ο κόσμος χωρίστηκε στα δύο, σχίστηκε σε ανθρώπους που μπορούν να δίνουν πόνο και σε αυτούς που τον δέχονται. Εγώ βρίσκομαι ακόμη στη μέση, στο σημείο που με την κρούση δέχεται την περισσότερη πίεση, στο σημείο που σπάει πρώτο: Δίνω και παίρνω πόνο. Αυτό είναι το ισοζύγιο μου στην κηρήθρα των ανθρώπων που το μέλι της είναι ο ίδιος ο πόνος.
Και ξέρεται κάτι; Μου αρέσει να βρίσκομαι εκεί, εκεί στο σημείο 0, στο ρήγμα του σπασμένου κόσμου. Μ’ αρέσει να γεύομαι μέλι και πόνο μαζί, πληγή που σχίζεται και θρέφει ταυτόχρονα.
Αυτή τη στιγμή καθώς κάθομαι σε ένα στενό δωμάτιο νιώθω το ρήγμα να ανοίγει το πελώριο στόμα του. Είναι περίεργο πως τόσο μεγάλα συμβάντα διαδραματίζονται σε τόσο στενάχωρα δωμάτια. Ίσα που χωρά ένας άνθρωπος εδώ μέσα. Υπάρχει ένας εκνευριστικός, επαναλαμβανόμενος ήχος, ένας υγρός θόρυβος, κάτι που συνεχώς σταλιάζει. Σίγουρα δεν είναι μέλι. Ο ήχος θυμίζει υδραυλικά που στάζουν, φέρνει στο νου εικόνες από τη ζωή φτωχών συγγραφέων που περνούν τον τελευταίο τους χειμώνα σε δωμάτια χωρίς θέρμανση. Ο ήχος είναι παχύς, δεν μπορεί να είναι νερού. Κοιτάζω περίεργος κάτω. Νησίδες αίματος πάνω σε λευκό χαρτί. Γιατί το κανα; Γιατί έδωσα σε εκείνο το πολύτιμο κόκκινο υγρό την αιχμηρή βίζα για να μεταναστεύσει έξω από το σώμα μου; Το ρήγμα έφτασε στο δέρμα, πέρασε το υποδόριο και το σχισε. Διψάς για αίμα σπασμένε κόσμε; Θρέψου. Πιες το όλο. Άσε μόνο λίγο χρόνο να σκεφτώ. Λίγο χρόνο για μπόλικο αίμα. Τϊμιο ακούγεται.
Κοιτάζω το αίμα να αυλακώνει το δέρμα μου και παρακολουθώ τις σκέψεις μου να φυγοκεντρούνται μαζί του, να τρέχουν να κρυφτούν σε μια ζεστή αγκαλιά. Θυμάμαι τη Ροδούλα να λάμπει σε έναν κόσμο πορφυρό…
Η αρχή
Πολλές φορές είναι αστείο να σκέφτεσαι πόση επίδραση έχουν τα τυχαία γεγονότα στη διαδρομή της ιστορίας. Πάρτε για παράδειγμα εμένα: Δύο χρόνια πριν. Ήμουν ένας συνηθισμένος άνθρωπος σε ένα επαγγελματικό ταξίδι όταν τράκαρα με το τυχαίο. Το αμάξι γλίστρησε πάνω σε λάδια στο δρόμο, βγήκε εκτός πορείας, ντελαπάρησε και έμεινε έτσι, σαν ανήμπορη, αναποδογυρισμένη χελώνα. Σε τέτοιες καταστάσεις δεν προλαβαίνεις να δεις τίποτε. Μόνο εύχεσαι, βλέπεις τον χρόνο να τρέχει με ιλιγγιώδη ταχύτητα και δεν προλαβαίνεις να αντιδράσεις, ούτε καν να τρομάξεις. Όταν σε ρωτήσουν τι έγινε δεν έχεις παρά μια ελάχιστη ιδέα. Είσαι ζωντανός. Τραυματισμένος, πονάς παντού, αλλά ζωντανός. Χαίρεσαι, ο πόνος σημαίνει ζωή. Χάνεις τις αισθήσεις σου και μπαίνεις σε ένα σκοτεινό τούνελ. Όταν βγαίνεις, δύο μήνες μετά, βρίσκεις τον εαυτό σου απορημένο και γυψωμένο σε ένα θάλαμο νοσοκομείου.
Είσαι ζωντανός σκέφτεσαι για μια ακόμη φορά και κοιμάσαι ήσυχος.
Ο σύγχρονος Λάζαρος
Μυρωδιά χλωρίνης, μυρωδιά νοσοκομείου, το πρώτο πράγμα που αντιλαμβάνεσαι όταν ξυπνάς. Μετά βλέπεις: άσπρο, άσπρο χρώμα παντού, στα σεντόνια, στις ποδιές, στα πλαστικά γάντια. Θολές μορφές να σε περιβάλλουν. Εστιάζεις με κόπο το βλέμμα σου. Ένα πρόσωπο γνωστό, γνώριμο βρίσκεται στο προσκεφάλι σου. Η γυναίκα σου, σου χαμογελάει. Είναι τρομαγμένη, σοκαρισμένη από την αναπάντεχα άσχημη πλευρά της ζωής, από το ανφάς της που ποτέ πριν δεν είχε γνωρίσει. Αρρώστια, πόνος θάνατος. Τα μάτια της είναι θλιμμένα, είναι χαρούμενη όμως που τελικά ξύπνησες. Προσπαθεί να κρύψει την λύπη της, την αγωνία της. Θέλει να την βλέπεις να φοράει το αισιόδοξο της χαμόγελο, μόνο αυτό. Ποτέ της δεν ήταν καλή στο να προσποιείται. Από αγάπη και συμπόνια παίζεις και συ το παιχνίδι της. Της λες κάτι αισιόδοξο, κάτι σαν όλα θα πάνε καλά και αυτή ξαλαφρωμένη πέφτει πάνω στην αγκαλιά σου και κλαίει. Το μυαλό σου αδυνατεί να ανταποκριθεί στο ξέσπασμά της, επιδίδεται σε ένα σωρό ετερόκλητες σκέψεις. Σκέφτεται ότι το κλάμα της θα νοτίσει τους γύψους, θα τους σκληρύνει τόσο που μετά δεν θα μπορείς να τους βγάλεις. Μα δεν τολμάς να αποκαλύψεις στον πιο κοντινό σου άνθρωπο αυτή την σκοτεινή, την κυνική, την ασυγκίνητη πλευρά σου. Τότε είναι που για πρώτη φορά συνειδητοποιείς κάτι που ποτέ σου πριν δεν τολμούσες να σκεφτείς. Η σκοτεινή πλευρά του εαυτού σου δεν είναι μια άρνηση, δεν είναι ένα καταφύγιο από τις κακοτοπιές, όχι, κάθε άλλο. Είναι ένα ορμητήριο, είναι μια μαύρη σφύζουσα δύναμη στο μεδούλι σου, ο μέλανας ζωμός σου. Έχεις μια μαύρη σκοτεινή πλευρά, μέσα στο νοσοκομείο με τα άσπρα σεντόνια, με τις άσπρες ποδιές των νοσοκόμων, δίπλα στο κατάλευκο πρόσωπο της γυναίκας σου η σκοτεινή σου πλευρά χτυπά δυνατά, σαν ταραγμένη, τρελή καρωτίδα.
Ξάφνου νιώθεις μια ανησυχία. Τα παιδιά . Τα παιδιά είναι καλά; Δεν τα πήρες στο αμάξι. Δεν έχεις κάνει καν παιδιά . Βλέπεις ότι υπάρχει σοφία στην επιλογή σου, τα παιδιά δεν πάθαν τίποτε, η ανυποστασία τους τα προφύλαξε.
Σαν κάποιο γκόλεμ από γύψο σηκώνεις το χέρι σου να αγκαλιάσεις τη γυναικά σου. Το χέρι σου είναι πιο βαρύ από ότι αυτή το είχε συνηθίσει. Ευτυχώς που οι γυναίκες έχουν ταλέντο στο να σηκώνουν φορτία.
Όλα θα παν καλά.
Το ξύπνημα της σκοτεινής πλευράς
Ήταν τον πρώτο μήνα της ανάρρωσης που η σκοτεινή πλευρά ανακάλυψε τη δική της λαλιά και άρχισε σαν κάποιος μυστικοσύμβουλος να σιγομουρμουράει μες στο κεφάλι σου. Ήταν όταν εκείνη η άσχημη, η χοντρή μεσόκοπη νοσοκόμα μου έκανε τις αλλαγές. Ήταν εκείνο το ύπουλο βλέμμα, δαιμονισμένου σκίουρου που είχε, η σκόπιμη απροσεξία στις κινήσεις της. Κοιτούσε δεξιά και αριστερά και όταν ήταν σίγουρη πως κανένας δεν την έβλεπε οι περιποιήσεις της γινόντουσαν άλλοτε βάναυσα απότομες και άλλοτε βασανιστικά αργές. Της άρεσε να πονά τους ασθενείς, κυρίως τους γέρους και τους ανήμπορους, αυτούς που δεν μπορούσαν να βγάλουν παρά μια αχνή κραυγή να ειδοποιήσουν τον κόσμο για το μαρτύριο τους. Κάτι τέτοιες στιγμές τα μάτια της άστραφταν από ικανοποίηση για τις άνομες πράξεις της, για το δηλητήριο που σκόρπιζε τριγύρω της.
Πολεμούσα να κρατήσω την σκοτεινή μου πλευρά αφανή, προσεκτικά σκεπασμένη κάτω από τα σεντόνια του κρεβατιού, κάτω από τους γύψους. Μα όσο κι αν το πολεμούσα, κάθε φορά που τα σαρκωμένα της δάχτυλα με άγγιζαν η σκοτεινή μου πλευρά θέριευε, λες και από στοργικό χάδι τροφού, λερναία ύδρα που για κάθε κεφάλι που έκοβα ξεφύτρωναν άλλα δύο. Η προσμονή μου μεγάλωνε μέρα με τη μέρα, η στιγμή που το κρυφτούλι θα σταματούσε ζύγωνε. Όταν πια δεν άντεχα άλλο, αποφάσισα να της αποκαλυφτώ, να φανερώσω στη νοσοκόμα ότι είχαμε, ότι υποφέραμε από μια συγγένεια πνευματική. Την ώρα που αυτή σκόπιμα τράβηξε όσο περισσότερο απότομα μπορούσε κάποιον επίδεσμο, την ώρα που περίμενε να με δει να δαγκώνω τα χείλη μου και να αρχίσω να παραπονιέμαι, την ώρα της απόλυτης της έκστασης εγώ κάρφωσα το βλέμμα μου στα μάτια της. Είχε συνηθίσει να έχει τα μάτια της χαμηλά σαν κάποιος προσηλωμένος στη δουλειά του τυμβωρύχος και να τα υψώνει μόνο για να εισπράξει από τους ασθενείς τα εξαίσια δευτερόλεπτα πόνου που τους προκαλούσε. Η χοντρή ένοιωσε έκπληξη μεγάλη όταν αντί να τσιρίζω με είδε να χαμογελάω όλο κατανόηση για το μικρό της μυστικό. Σκύλιασε που δεν περνούσε το δικό της. Καταλάβαινε ότι είχα μια ιδιαίτερη σχέση με τον πόνο μου, ότι δεν μπορούσε μόνη της να τον χαίρεται, ότι αυτό που ήθελε να μου προκαλέσει εγώ δεν της το χάριζα έτσι εύκολα. Το μοιραζόμουν, ναι με ευχαρίστηση, αλλά δεν το χάριζα ούτε το παρατούσα στα χέρια λαθροθηρών. Εγώ ήμουν πρόθυμος να μοιραστώ. Αυτή όχι. Με παράτησε, με άφησε σύξυλο, δεν ξαναπάτησε στο θάλαμο για όσο καιρό εγώ νοσηλευόμουνα.
Κάποιες αρρώστιες είναι πολύ τρομερές για να τις αντέξουν οι άνθρωποι. Η δικιά μου πρέπει να ανήκει σε αυτές.
Η μέγγενη που βγήκε από τον παράδεισο
Όταν βγαίνεις από το νοσοκομείο συνήθως σε πλημμυρίζει ένα συναίσθημα εορταστικό, σαν να σαι ο Λάζαρος που μόλις έχει αναστηθεί από τους νεκρούς. Η ζωή σου είναι ξανά στα χέρια σου, είναι δική σου. Κατά την έξοδο σου από το νοσοκομείο ρίχνεις μια τελευταία ματιά στο κτήριο που βίωσες τη βασανιστική σου αποθεραπεία και σκέφτεσαι, πάει πια, πέρασαν όλα, ένα κακό όνειρο ήταν. Στη δικιά μου περίπτωση όμως το χειρότερο κομμάτι από το κακό όνειρο με ακολούθησε, ήρθε μαζί μου στο σπίτι, βολεύτηκε σαν κάποιος υψηλός καλεσμένος.
Ακόμη και στο ζεστό περιβάλλον του σπιτιού μου, ακόμη και μέσα στην οικεία θαλπωρή, η ανάγκη μου για πόνο μεγάλωνε όλο και περισσότερο μέρα με τη μέρα. Μια πελώρια ρουφήχτρα που με κατάπινε, μια μαύρη φωτιά που ζητούσε όλο και περισσότερα καυσόξυλα για να συντηρηθεί. Η ψυχή μου είχε γίνει παρανάλωμα στη θυσιαστήρια της πυρά, μα κανείς ούτε καν οι πιο κοντινοί μου άνθρωποι μου δεν βλέπαν τους καπνούς, δεν μυρίζαν τη μυρωδιά καμένης σάρκας.
Έτσι περνούσαν οι μέρες, εξουσιασμένες από ένα πόθο κρυφό, ανομολόγητο. Και ενώ οι πληγές στο σώμα μου έγιαναν σιγά σιγά, αυτές που τυραννούσαν την ψυχή μου ανοίγαν κι άλλο, κακοφόρμιζαν και αρχίσαν να χύνουν το πύο τους στην ίδια μου την καθημερινότητα.
¨Μανόλη, μπορείς να πεταχτείς να αγοράσεις λίγα πορτοκάλια από τη λαϊκή;¨. Ξαφνιάστηκα πραγματικά όταν άκουσα τη γυναίκα μου να μου ζητά μια τέτοια χάρη. Είχα συνηθίσει να χω τη βολή του ανάπηρου, του ανήμπορου, σχεδόν πίστευα ότι θα μπορούσα να περάσω όλη μου τη ζωή σε εκείνη την ατάραχη κατάσταση. Η γυναίκα μου σκαρφίστηκε αυτόν τον τρόπο για να με κινητοποιήσει. Οι μυς μου είχαν ατροφήσει από την μακροχρόνια ακινησία και χρειαζόντουσαν επειγόντως εκγύμναση. Ο.Κ. Η γυναίκα μου είχε δίκιο. Η ζωή είναι κίνηση. Περισσότερο πόνος είναι αλλά είναι και κίνηση.
Σηκώθηκα από την καρέκλα μου, άφησα την πίπα μου αναμμένη πάνω στο τραπεζάκι. Πριν το ατύχημα δεν κάπνιζα αλλά τώρα διαπίστωνα πως μου άρεσε να παίζω με κάθε είδους φωτιά.
Πήγα να πάρω τις πατερίτσες μου. Η γυναίκα μου, σαν καλή νεράιδα, με πρόφτασε. Έλα τώρα, μου είπε στοργικά, δεν τις χρειάζεσαι πραγματικά αυτές τις γριές κυρίες. Έχουν περάσει μήνες … Μπορείς να περπατήσεις και χωρίς αυτές.
Σίγουρα η γυναίκα μου είχε δίκιο, πάντα είχε δίκιο.
Βγήκα λοιπόν, έξω. Μια ηλιόλουστη μέρα βγήκα να ψωνίσω στην λαϊκή. Ανάθεμά με αν είχα ξαναψωνίσει ποτέ από την λαϊκή, ανάθεμα μου αν ήξερα να ψωνίζω από τη λαϊκή.
Κι όμως, κατά κάποιο τρόπο μου άρεσε. Οι φωνές, το αλισβερίσι, ο συνωστισμός των κορμιών και των ψυχών. Τι θα γινόταν άραγε αν με ένα μαγικό ραβδάκι μια κακότροπη μάγισσα μετέτρεπε τη λαϊκή σε ένα παζάρι του πόνου, τι εξαίσιο πανδαιμόνιο θα ξεσπούσε ανάμεσα στους ανυποψίαστους ανθρώπους; Το σκοτεινό μου όραμα άρχισε σιγά σιγά να σβήνει από τα μάτια του μυαλού μου και ο κόσμος ξανάγινε όπως πριν, όπως ήταν χωρίς τη δική μου προβολή.
Σιγά σιγά άρχισα να ξεπερνώ τη δειλία μου και να παίζω το παιχνίδι της νοικοκυράς. Πλησίαζα τους πάγκους και τους τελάληδες, συνομιλούσα μαζί τους για την ποιότητα και την τιμή των προϊόντων τους, αγόραζα συνετά μα ασταμάτητα σαν καλή νοικοκυρά που ήμουνα. Σε λίγο είχα γεμίσει με σακούλες και σακουλίτσες. Η γυναίκα μου σίγουρα θα γελούσε αν με έβλεπε έτσι φορτωμένο με πράγματα που κατά πάσα πιθανότητα ποτέ δε θα έβαζα στο στόμα μου.
Στην είσοδο της πολυκατοικίας μου σταμάτησα βαρυγκωμώντας και άφησα τις σακούλες στο πάτωμα.
¨Μανόλη, τι κάνεις βρε Μανόλη;¨. Ένας πωλητής της λαϊκής μου φώναξε με την βροντερή του φωνή. Ο Κυρ Λάμπης ήταν οικογενειακός γνωστός, ένας καρδαμωμένος εξηντάρης βιοπαλαιστής την ύπαρξη του οποίου είχα παντελώς ξεχάσει. Με βαρύ μουστάκι και κατατομή θηρίου που χε ξεπέσει από τα γερατειά. Ο Κυρ Λάμπης με το αργόσυρτο του βήμα, με το βήμα του πληγιασμένου λιονταριού. ¨Χρόνια έχουμε να σε δούμε. Η μαμά τι κάνει;¨ είπε και μου έσφιξε το χέρι με μια χειραψία δυνατή σαν τανάλια. Το μικρό δάχτυλο του δεξιού μου χεριού, απισχνασμένο καθώς ήταν μετά το ατύχημα, δεν άντεχε, ήθελε να ξεφύγει από την ασφυκτική χειραψία. Κρακ, το δάχτυλο εξαρθρώθηκε. Αποσβολωμένος έμεινα να κοιτάω τον Κυρ Λάμπη, τον άνθρωπο που άθελα του μου χάριζε ατόφιο πόνο. Ο κυρ Λάμπης σαν να κατάλαβε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, ξανακούνησε το χέρι μου, κρακ, το δάχτυλο υπάκουο μπήκε πάλι πίσω στη θέση του. Κοιτούσα τον κυρ Λάμπη με ευγνωμοσύνη, όχι τόσο για το ότι έβαλε το δάχτυλο μου πίσω στη θέση του αλλά γιατί είχε τη δύναμη να το βγάλει. Καταλάβαινε άραγε πόση δύναμη είχε, πόσο δύναμη είχε να προκαλεί πόνο, πόση δύναμη χαράμιζε πουλώντας φρούτα;
Μην με κατηγορείτε. Σας το χω ηδη πει ότι για μένα οι άνθρωποι χωρίζονται σε δύο κατηγορίες. Σε αυτούς που προκαλούν πόνο και σε αυτούς που δέχονται. Ο κυρ Λάμπης ήταν σίγουρα μια δύναμη της φύσης που είχε ταξινομηθεί λάθος, μπορούσε να προκαλεί πόνο και όμως όλη του τη ζωή καθόταν και δεχόταν στωικά τα χτυπήματα της μοίρας, δεχόταν πόνο.
Από εκείνη την ημέρα κοιτούσα τον κυρ Λάμπη με άλλο μάτι, τον κοιτούσα με σεβασμό. Το επώδυνο κρακ του δακτύλου μου λειτούργησε περισσότερο σαν κλικ, σαν το πάτημα ενός διακόπτη που ενεργοποιεί μηχανισμούς. Η ζωή δεν με άφηνε να ξεχάσω τον προορισμό μου. Ίσως να μπορούσα να συμπεριλάβω και τον κυρ Λάμπη στα καινούρια μου σχέδια. Μπα, όπως λένε, δεν μπορείς να μάθεις σε γέρικο σκύλο νέα κόλπα. Ο κυρ Λάμπης θα παρέμενε μια ανεκμετάλλευτη πηγή πόνου, θα μαράζωνε μαζί με τις ντομάτες και τις πατάτες του. Ο καημός δεν είναι χρήσιμος πόνος.
Γύρισα σπίτι αναβαπτισμένος, για μια ακόμη φορά ήμουν ένας καινούργιος άνθρωπος.
β απόσπασμα
Οδηγώντας προσπαθούσα να βάλω τα γεγονότα της νύχτας σε μια τάξη στο μυαλό μου. Θραύσματα εικόνων πλήγιαζαν το μυαλό μου. Όλα όσα συμβεί μου φάνταζαν περίεργα, θλιβερά, μοναχικά. Οδήγησα μέχρι το μπαρ, να πάρω τα πράγματά μου, κάποια C.D.s και ένα mini disk player. Μπήκα μέσα στο μαγαζί. Ο γεράκος ήταν ακόμη εκεί, μεθυσμένα μου κλεισε το μάτι, όλο νόημα. Μόλις ηρέμησα λίγο, μόλις βρέθηκα ξανά ανάμεσα σε ανθρώπους κατάλαβα ότι μες στο μαγαζί υπήρχε μια υφέρπουσα ένταση, μια αίσθηση ανησυχίας, όπως πριν ξεσπάσει μια καταιγίδα. Τα μυρίζεις αυτά τα πράγματα, τα νιώθεις στον αέρα, το ζώο μέσα σου γαβγίζει όταν μυρίζει την ταραχή. Στο μπαρ μπεκροπίναν δύο νεαροί. Ένας λεπτός με μαλλί κατά τόπους ξυρισμένο και ένας καρδαμωμένος με ξενική προφορά. Ήταν φανερό πως και οι δυό τους γλυκοκοίταζαν την Τίνα και πως το κοινό τους ενδιαφέρον αρκούσε για να γεννηθεί ένα αμοιβαίο μίσος.
¨Κούκλα, βάλε ένα ακόμη¨ είπε ο αλλοδαπός γλείφοντας πρόστυχα τα χείλη του.
Ο άλλος νέος, ο λεπτός, σηκώθηκε όλο νεύρο
¨Να φέρεσαι καλύτερα στην κυρία¨
¨Τι είπες ρε;¨
¨Πάμε έξω να σου πω τι είπα¨
¨Τώρα, έρχομαι¨
Ο λεπτός έβγαλε μια σιδερογροθιά. Ο αλλοδαπός ένα κινητό. Ο λεπτός εφάρμοσε τη σιδερογροθιά στο χέρι του. Ο ξένος πήρε έναν αριθμό και πρόφερε ξενικά το όνομα του μαγαζιού. Οι δυό τους βγήκαν έξω και ακολούθησαν διστακτικά όλοι οι φιλοθεάμονες πελάτες. Λογομαχούσαν για ώρα, δύο κοκόρια έτοιμα να μονομαχήσουν για να αποδείξουν την αρρενωπότητά τους. Με το που πιαστήκαν στα χέρια εμφανίστηκε μια παρέα από φίλους του αλλοδαπού, πιθανότητα ομοεθνείς του. Ήταν γύρω στα δέκα άτομα, με μια έκφραση οργής και τσαμπουκά που φάνταζε μόνιμη στα πρόσωπά τους. Πέσαν όλοι μαζί στο λεπτό νεαρό, πεινασμένη αγέλη από λύκους και αρχίσαν να τον σφυροκοπούν ανελέητα. Σε λίγο το πρόσωπο του φάνταζε πιο αλλόκοτο ακόμα και από το κούρεμά του. Κανένας από τους πελάτες δεν επενέβη. Μοναχά σχολίαζαν και φώναζαν σαν να βλέπαν κάποιον πυγμαχικό αγώνα. Η παρέα των ξένων χτυπούσε τον νεαρό ασταμάτητα, τον χτυπούσαν τόσο μέχρι που τελικά κουράστηκαν. Του ρίξαν από δύο τρία αναμνηστικά κλωτσομπουνίδια και φύγαν αφήνοντας τον να σφαδάζει αιμόφυρτος στο έδαφος. Ο πρωταίτιος του επεισοδίου ξαναγύρισε θριαμβευτικά μέσα στο μαγαζί για να τελειώσει το ποτό του. Με την αυτοπεποίθηση και τον ανδρισμό του τονωμένα άρχισε να ξαναπειράζει την Τϊνα αυτή τη φορά απροκάλυπτα χυδαία. Μπήκα στην αποθηκούλα να μαζέψω τα πράγματά μου. Όταν βγήκα- δεν είχαν περάσει πάνω 10-15 λεπτά- καμιά δεκαριά σκινχεντάδες βγάζαν τον ξένο σηκωτό έξω από το μαγαζί. Τον χτυπήσαν ανηλεώς, με κλοτσιές, μπουνιές και κάθε λογής αντικείμενο, μια τρικυμία βίας που έσκαγε μανιασμένα σε ένα παραδομένο κορμί. Όταν η συμμορία έφυγε ο ξένος δεν ήταν τίποτε άλλο από μια μπάλα κατακόκκινα κουλουριασμένης σάρκας.
Οι πελάτες ενθουσιασμένοι, θεατές σε ρωμαϊκή αρένα, παρήγγειλαν επιπλέον ποτά. Βγήκα στο δρόμο. Έσκυψα πάνω από τον παραμορφωμένο ξένο. Με κοίταξε παρακλητικά, ζητώντας μια ελάχιστη έστω βοήθεια, μια οποιαδήποτε ανακούφιση. Πονούσε, πονούσε με ένα πόνο που ούτε η ψυχή του ούτε το κορμί του άντεχε. Αναρωτήθηκα πως θεωρούσε τον εαυτό του ικανό να προκαλεί τόσο πόνο όταν δεν μπορούσε να δεχτεί ισόποση οδύνη. Σηκώθηκα και κίνησα για το σπίτι μου.
Απόσπασμα γ
Πλαστικοποιημένη ταυτότητα
Ακολουθούσα το Μακρή, άκουγα το συνεχές παραλήρημά του. ¨Κατά τη διάρκεια της μακραίωνης ιστορίας μας έχουμε χρησιμοποιήσει άλλες μυστικές αδελφότητες για να διατηρήσουμε την ανωνυμία μας, ερμητικές, μασονικές, ροδοσταυρικές. Θέλεις να μάθεις ποιοι είμαστε πραγματικά; Είμαστε η αδελφότητα των οιμωγών, αυτοί είμαστε.¨
¨Δεξιά παρακαλώ¨
Στρίψαμε δεξιά σε μια διχάλα. Ένιωθα ανήμπορος σαν κάποιο από τα παιδιά της συνοδείας του αυλιστή του παραμυθιού.
¨Υπάρχει πόνος αδερφέ μου, απάνθρωπος πόνος, πόνος που δεν γιάνει, πανεπόπτης και πανταχού παρόν. Ο Θεός δημιουργεί τον πόνο, δεν είναι δυνατόν να βασιλεύει παρά τη θέλησή του. Ο πόνος είναι θεϊκός.¨
¨Μόνο ένας τρόπος υπάρχει να ξεφύγεις από τον πόνο. Να τον δημιουργείς εσύ ο ίδιος. Καταλαβαίνεις τώρα; Όταν προκαλείς πόνο απλά κάνεις το θέλημα Του, αφού δικός Του είναι ο πόνος και Αυτός είναι που τόσο απλόχερα τον μοιράζει στην πλάση.¨
Ο Μακρής ήρθε κοντά μου και μου σιγοψιθύρισε στο αυτί, σαν να μην ήθελε τρίτοι να τον ακούσουν: ¨Αλλά ξέρεις κάτι; Δεν είναι μόνο αυτό. Αν ο πόνος είναι θεϊκό προνόμιο τότε εσύ που τον προκαλείς τι είσαι; Ακριβώς. Αξιώνεις θεϊκότητα προκαλώντας πόνο, όταν πονάς θεουργείς. Όσο περισσότερο και βαθύτερο πόνο προκαλείς τόσο περισσότερο θεϊκός γίνεσαι. Μερικοί από εμάς αρκούνται στο να προκαλούν δολιοφθορές, ατυχήματα, ελάσσονες θεϊκές πράξεις. Κάποιοι άλλοι όμως είναι περισσότερο φιλόδοξοι. Τη στιγμή που θα ακουστεί μια κραυγή συμπαντική, μια συμπαντική οιμωγή, τότε αδερφέ μου θα γίνουμε ισόθεοι.¨
Το χα ακούσει, το ξερα από τα διαβάσματά μου πως άνθρωποι που αποζητούν τη θέωση χάνουν την ανθρωπινότητά τους, ίσως και τα λογικά τους. Μπροστά μου είχα ένα ζωντανό παράδειγμα, έναν άνθρωπο του οποίου η φιλοδοξία τρυπούσε σαν την ιερή λόγχη τα πλευρά του ουρανού.
¨Να σου πω και κάτι άλλο; Κάποιοι πιστεύουν πως η αδελφότητά μας είναι παλιά όσο και η ανθρωπότητα. Ο Πρώτος Αδερφός, ο μυθικός ιδρυτής μας ήταν ο Κάιν, υιός αυτού που είχε γευτεί τον καρπό της γνώσης, ο Κάιν, ο πρώτος άνθρωπος που αξίωσε για τον εαυτό του, που υφάρπαξε τη θεϊκή δύναμη του πόνου, ο Κάιν, ο αδελφοκτόνος.¨
¨Εδώ.¨
Μπήκαμε σε ένα δωμάτιο όπου το φως ήταν ισχνό, φωσφορικό, πρασινωπό.
¨Συγγνώμη για το φως, αλλά Εκείνος το προτιμάει έτσι
Δεν κατάλαβα τι εννοούσε. Στη μέση του δωματίου υπήρχε ένα ξύλινο κρεβάτι με τέσσερις κρίκους σε ορθογώνια διάταξη.
Είδα μπροστά μου μια ισχνή σκιά, τη δική μου. Γύρισα για να δω την πηγή του πράσινου φωτός. Στο βόρειο τοίχο του δωματίου, στη μεσότητα του υπήρχε ένας μεγάλος γυάλινος κύλινδρος γεμάτος με πρασινωπό υγρό. Μες στο υγρό έπλεε ένα μουμιοποιημένο πτώμα. Ο Μακρής κοίταξε με σέβας τη φιγούρα. Γονάτισε ελαφρά, περιμένοντας και από μένα να κάνω το ίδιο. ¨Ο μυθικός ιδρυτής μας¨ μουρμούρισε και ξανασηκώθηκε.
Το πτώμα διατηρούσε μερικές τούφες μακριού μαλλιού. Οι γραμμές του αλλοιωμένου προσώπου του συμφωνούσαν απόλυτα με αυτές του προσώπου του Μακρή και όλων των υπολοίπων αδερφών του. Δεν ήταν απλά βλάσφημοι οι αδερφοί, όχι, ήταν και ειδωλολάτρες.
¨Κάτσε¨. Δεν υπήρχε κάποιο άλλο έπιπλο στο δωμάτιο εκτός από το άβολο τραπέζι. Ο Μακρής με γυρόφερνε σαν καρχαρίας. ¨Κάτσε σε παρακαλώ.¨ είπε δείχνοντας μου αυτή τη φορά το τραπέζι. Έκανα όπως μου είπε μα αυτός δεν σταμάτησε να κινείται κυκλικά αναγκάζοντας με να γυρνώ το κεφάλι μου κάθε λίγο και λιγάκι.
¨Δεν ξέρεις πόσο σημαντική είναι για μένα αυτή η στιγμή. Συνέχεια γίνονται επιλογές που δεν εγκρίνω, τραπεζίτες, χρηματιστές., ασφαλιστές, άνθρωποι στερούμενοι φαντασίας, άνθρωποι που σε τίποτε δεν μοιάζουν με Εκείνον. Οι καιροί είναι τέτοιοι βλέπεις που ευνοούν τη στενομυαλιά. Σπάνια έχουμε τη δυνατότητα να στρατολογούμε καλλιτέχνες, ανθρώπους με επίγνωση του πόνου και της δημιουργικής του δύναμης.¨
¨Από την πρώτη στιγμή που σε είδα γνώριζα ότι εσύ θα μας έδινες λίγη από τη ζωτική πνοή πίσω, θα επανέφερες λίγο από το όραμα που είχαμε χάσει. Να ξερες πόσο υπολογίζω σε σένα.¨
Ο Μακρής ήρθε από πίσω μου και ακούμπησε τα μακριά, λεπτά του δάχτυλα στους ώμους μου. ¨Ήταν μεγάλο και μακρύ το ταξίδι μέχρι να βρεθείς σπίτι. Μην γελιέσαι, σε λίγο θα αποκαλείς αυτόν τον τόπο σπίτι και πατρίδα και γω θα μπορώ άφοβα να σε αποκαλώ αδερφό μου. Ξαπόστασε λίγο, το ταξίδι τελειώνει, ο δρόμος της θέωσης ξεκινά.¨ Με τράβηξε προς τα πίσω, αναγκάζοντάς με να ξαπλώσω πάνω στο ξύλινο κρεβάτι. Στην επαφή μου με το ξύλο ένοιωσα ένα ρίγος να με διαπερνά, σαν να χε το κρεβάτι αποθηκευμένες παράξενες, ζοφερές ενέργειες¨.
Ο Μακρής κάθισε δίπλα μου. ¨Είναι τόσα πολλά αυτά που θα δεις μαζί μας, τόσα που μπορείς να κάνεις¨. Με εφηβική ευελιξία έκλεισε τους κρίκους πρώτα γύρω από τους καρπούς και έπειτα, πιο άνετα, γύρω από τους αστραγάλους μου. ¨Μην ανησυχείς, για το καλό σου είναι. Αν η κίνηση της ψυχής είναι απαραίτητη για το μυητικό πέρασμα, για το σώμα ισχύει το αντίθετο¨.
Ο Μακρής σηκώθηκε. Κοίταξε πρώτα το πλωτό πτώμα και έπειτα το βλέμμα του γύρισε σε μένα.
¨Κάθε μύηση πρέπει να γίνεται κάτω από το άγρυπνο βλέμμα Εκείνου. Πολλοί αδελφοί πιστεύουν πως μέσα στη νεκρή σάρκα το πνεύμα Του παραμένει ακόμη ζωντανό και μας εποπτεύει. Κάποιοι ισχυρίζονται πως έχουν ακούσει κιόλας την τρομερή φωνή Του. Για αυτό το λόγο κάνουμε ότι μπορούμε για να συντηρούμε το ιερό Του λείψανο. Να με συγχωρείς τώρα. Υπάρχουν μερικές λεπτομέρειες που πρέπει να κανονίσω ¨. Ο Μακρής μου χαμογέλασε, λες και κάτι υπέροχο επρόκειτο να συμβεί και έφυγε από το δωμάτιο.
Έμεινα μόνος μου παρέα με το πτώμα. Κοίταξα πιο προσεκτικά την παρέα μου. Μέσα στο υγρό που περιέβαλε το πτώμα υπήρχαν φυσαλίδες, λες και η μούμια χρειαζόταν αέρα να αναπνεύσει. Η ροή των φυσαλίδων έκανε το πτώμα να ανεβοκατεβαίνει αμυδρά σαν να χε ακόμη ζωή κρυφά κρατημένη μέσα του.
Άκουσα θορύβους από την δυτική πλευρά του δωματίου, και πνιχτές κραυγές σαν ζώων. Έστριψα με δυσκολία το κεφάλι μου προς την πηγή των ήχων. Μια βαριά μεταλλική πόρτα χώριζε το δωμάτιο από αυτό που προκαλούσε τους ήχους. Στα δεξιά της υπήρχε ένας σωρός κουτιών με φάρμακα, τρόφιμα και συσκευασίες νερού. Λίγο πιο πέρα υπήρχε μια κουλουριασμένη μάνιγγα.
Έπειτα άκουσα βήματα, ευχαριστημένα βήματα να με πλησιάζουν. Γύρισα το κεφάλι μου προς τα κει. Μια μορφή με κουκούλα ερχόταν προς το μέρος μου κρατώντας στο δεξί της χέρι ένα δερμάτινο βαλιτσάκι. Στην αρχή νόμισα πως ήταν ο Πιερίδης, μια περισσότερο προσεκτική παρατήρηση όμως μου έδειξε πως έσφαλα. Ο άνθρωπος με την κουκούλα ήταν κοντύτερος του Πιερίδη. Άφησε το βαλιτσάκι δίπλα στο κρεβάτι, το άνοιξε και άρχισε με τα κοντόχοντρά του δάχτυλα να βγάζει μέσα από αυτό χειρουργικά εργαλεία. Πάγωσα όταν τα είδα μα περισσότερο τρόμο μου προκάλεσε το πρόσωπο που άρχισε να διακρίνεται μέσα από την κουκούλα. Ένα πρόσωπό πετσοκομμένο, ένα πρόσωπο που μόνο από επανωτές χειρουργικές αποτυχίες μπορούσε να χει προκύψει. Το φρικιό μου μίλησε: ¨Δεν ξέρεις πόσο περίμενα αυτή τη στιγμή, δεν ξέρεις πόσο ήθελα να χω το πρόσωπό σου στα χέρια μου¨. Η φωνή, τα κοντόχοντρα δάχτυλα, το λαίμαργο για το πρόσωπο μου βλέμμα, ήμουν σίγουρος, όλα αυτά ανήκαν στον Παπαπέτρου, τον πλαστικό χερούργο. Ο Παπαπέτρου ήταν αυτός που ευθυνόταν για το όμοιο παρουσιαστικό των αδερφών, αυτός ζωγράφιζε με το νυστέρι του στο πρόσωπό τους το πρόσωπο του μυθικού ιδρυτή. Φόρεσε γάντια. ¨Δε θα πονέσει πολύ, στο υπόσχομαι¨. Έφερε το νυστέρι του κοντά στα μάτια μου, σχεδόν ένιωσα την παγωμένη μεταλλική του μύτη στο δέρμα μου. Κρότος, θόρυβος, ουρλιαχτά πίσω από την μεταλλική πόρτα. Ο Παπαπέτρου εκνευρίστηκε, άφησε το νυστέρι του κάτω και κινήθηκε προς την πόρτα. Γύρισε το κλειδί και την άνοιξε. Μια απίστευτη μπόχα ξεχύθηκε στο δωμάτιο. Σήκωσε ένα κουτί με φάρμακα και ένα με τρόφιμα και τα πέταξε μαζί με μερικά νερά πίσω από την πόρτα. ¨Βουλώστε το ζώα¨ φώναξε οργισμένος και κρατώντας τα απομεινάρια της μύτης του έκλεισε την πόρτα πίσω του. Οι φωνές σταματήσαν.
-------------------------------------------
Είπαν για το βιβλίο
«Ο Πέτρος Αργυρίου είναι μια ρηξικέλευθη βορειοελλαδίτικη φωνή, που αποτυπώνει σε ένα κυψελωτό μυθιστόρημα τις αιρετικές του ανησυχίες.»
Δημήτρης Γ. Στεφανάκης
«Ίσως η πιο ανατριχιαστικά αληθινή και για αυτόν ακριβώς τον λόγο αδυσώπητα σκληρή αλληγορία, δοσμένη από τη μαγευτική και συνάμα σκοτεινή και κυνική γραφίδα του Πέτρου Αργυρίου. Τα άγρια Ζώα της Πόλης αποτελούν μια φρέσκια λογοτεχνική πρόταση, που εκπέμπει το δικό της αλλόκοτο φως στην ασπρόμαυρη εποχή μας.»
Γιώργος Στάμκος
"Ο λόγος του Αργυρίου είναι απολαυστικός και ταυτόχρονα ανησυχητικός: μοιάζει με τερατώδες παζλ
φτιαγμένο από θραύσματα ονείρων και εφιαλτών... Το βιβλίο ενός συγγραφέα που δείχνει να έχει διάρκεια, που δείχνει να δημιουργεί σιγά σιγά το δικό του μυθοπλαστικό
σύμπαν και τη δική του φιλοσοφία.."
Ελεύθερος Τύπος, 24 Αυγούστου 2008, από τον Περικλή Μποζινάκη
Μια τελευταία ερώτηση: Τα Αγρια ζώα της πόλης. Και όμως αναφέρεστε σε ανθρώπους. Γιατί; «Ενα από τα πιο αρχαία επικίνδυνα ψέματα που διαποτίζει τους περισσότερους πολιτισμούς είναι το ότι γεννιόμαστε αυτονόητα ανθρώπινοι, ότι είμαστε ανώτεροι από οτιδήποτε άλλο υπάρχει στη φύση. Αυτό το ψέμα οδήγησε στα κοινωνικά, ηθικά, ψυχολογικά και περιβαλλοντικά αδιέξοδα του σημερινού πολιτισμού. Για μένα άνθρωπος είναι μια ποιότητα που οφείλουμε να επιδιώκουμε καθ' όλη μας τη ζωή, ένα υψηλό ιδανικό και όχι ένα κληρονομικό δικαίωμα. Οι χαρακτήρες στο βιβλίο μου, όλοι τους χωρίς καμία εξαίρεση, αντιμετωπίζουν τις συνέπειες εκείνου του αρχαίου και σύγχρονου ψέματος, άλλοι περισσότερο και άλλοι λιγότερο ανθρώπινα. Τα άγρια ζώα της πόλης είναι μια αλληγορία για εμάς, όλους μας
ΤΟ ΒΗΜΑ, συνεύντευξη στην Μαρία Παπαγιαννίδου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου