Για ποιο λόγο θα ήθελε να κοιτάξει κάποιος την κυτταρική
βιολογία με το τηλεσκόπιο;
Η απάντηση είναι ότι και στην κυτταρική βιολογία θα βρούμε «αστέρια».
Η επιστήμη έχει και αυτή τους αστέρες της, όπως και η ποπ.
Ένα πλέον τόσο ανταγωνιστικό και τόσο απαιτητικό σύστημα
οφείλει να έχει μια κορυφή από όπου οι αστέρες της επιστήμης μπορούν να
κοιτάζουν αφ υψηλού τους απλούς εργάτες της επιστήμης.
Αυτή η θέση μπορεί να είναι εφήμερη και οι «κορυφαίοι»
επιστήμονες να μείνουν στα χρονοντούλαπα της επιστήμης όπως τόσοι και τόσοι
εφήμεροι ποπ σταρς, να τους δώσει μια θέση στο επιστημονικό πάνθεον όπως συμβαίνει
με τους περισσότερους πραγματικά μεγάλους ή να τους επιτρέψει να μπουν σε
κάποιο οργανισμό απ όπου θα επηρεάζουν τις χρηματοδοτήσεις, θα γίνουν δηλαδή
πολιτικοί της επιστήμης.
Σε αυτή την κορυφή βρέθηκε φέτος για λίγο η Haruko Obokata από
το κέντρο αναπτυξιακής βιολογίας Riken στην Ιαπωνία.
Και γιατί να μην βρεθεί άλλωστε; Η Haruko ήταν μια
χαρά εμφανισιακά, ήταν μόλις 30 χρονών, ηλικία καλή για pop stars και πάνω και πέρα από
όλα αυτά είχε μια ιδέα τόσο απλή που φάνταζε απίστευτα καλή και μια μέθοδο για
να την πραγματώσει: Η ιδέα της ήταν πως διαφοροποιημένα κύτταρα κάτω από
συνθήκες κυτταρικού στρες θα μπορούσαν να χάσουν τη διαφοροποίηση τους και να
επανέλθουν στην εμβρυακή κατάσταση του πολυδύναμου βλαστοκυττάρου.
Δοκιμάζοντας διάφορους παράγοντες στρες, η ομάδα της Haruko πήρε
αποτελέσματα χρησιμοποιώντας τελικά στις καλλιέργειες της ένα «όξινο λουτρό»,
το οποίο όχι μόνο ανάγκασε κάποια κύτταρα να μετατραπούν σε πολυδύναμα
βλαστοκύτταρα αλλά στα πρώτα βλαστοκύτταρα που παρήγαγαν και πλακούντα, ανοίγοντας
έτσι νέες οδούς όχι μόνο για μελλοντικές ερευνητικές και θεραπευτικές
προσεγγίσεις αλλά και για νέες μεθόδους στην κλωνοποίηση.
Η δημοσιογραφία υποδέχθηκε διθυραμβικά τη δημοσίευση. Αλλά ο
δαίμονας του Laplace αποδεικνύεται συχνότερα αν και όχι πάντα ισχυρότερος από τους
δαίμονες του τυπογραφείου, ακόμη και του εργαστηρίου αν και συχνά πιο αδύναμος
από το ίδιο το ερμηνευτικό του παράδειγμα.
Σύντομα, συνάδελφοι της Haruko παρατήρησαν τόσο εμφανείς
ομοιότητες σε δύο φωτογραφίες από δύο διαφορετικά πειράματα που έκαναν τη μία
να μοιάζει με διπλότυπο της άλλης.
Η καχυποψία έφτασε όμως σε επίπεδο σχεδόν καταγγελίας πλέον
όταν συνάδερφοι της Haruko δεν μπόρεσαν να αναπαράγουν τα αποτελέσματά της. Από όλους
όσους εκτός της ερευνητικής ομάδας της Haruko δοκίμασαν να κάνουν όξινο λουτρό
σε κύτταρα, ούτε ένας τους δεν κατάφερε να αναστρέψει την κυτταρική διαφοροποίηση
και να πάρει έστω και ένα βλαστοκύτταρο.
Δεν υπήρχε πλέον μεγάλη αμφιβολία: η μέθοδος της Haruko ήταν
μοναδική. Μοναδική στο ότι κανείς άλλος δεν μπορούσε να την αναπαράγει.
Και αυτή η μοναδικότητα μπορεί να οφείλεται μόνο στο ότι τα
αυστηρά πρωτόκολλα της ομάδας δεν περιγράφηκαν με αυστηρό τρόπο ή στο ότι τα
πρωτόκολλα τους δεν ήταν τόσο αυστηρά. Για την ακρίβεια ότι ήταν αυστηρά
αντιεπιστημονικά. Αλλά αυτή είναι μια κατηγορία που δε θα είναι ούτε δίκαιο
ούτε έντιμο να διατυπωθεί τόσο νωρίς στην διεξαγωγή μιας έρευνας τόσο από το
περιοδικό Nature όσο και από το ινστιτούτο Riken.
Μετά από αυτά τα αντιφατικά ευρήματα, η σταρ για μερικούς μήνες
Obokata σταμάτησε να αγαπάει τη δημοφιλία: Τα μήντια, ακόμη και το Nature δεν
μπορούσαν πλέον να τη βρουν για να εκμαιεύσουν μια δήλωσή της.
Στην παρούσα φάση δεν είμαστε σε θέση να κρίνουμε αν τα
δεδομένα της ομάδας Haruko «πειράχτηκαν», αν δηλαδή πρόκειται για μια ακόμη περίπτωση
επιστημονικής απάτης ή αν απλά για να κερδηθεί χρόνος στον αγώνα ταχύτητας που
έχει καταντήσει να είναι η έρευνα, οι ερευνητές τα δημοσίευσαν πρόωρα.
Ελπίζουμε να συμβαίνει το δεύτερο και η επιστημονική
κοινότητα και η ανθρωπότητα να έχουν στη διάθεση τους μια πολλά υποσχόμενη
μέθοδο.
Αν ισχύει το πρώτο όμως, δεν θα μας προξενήσει μεγάλη
έκπληξη: Δεν θα είναι η πρώτη φορά που επιστήμονες που τα μήντια ανέδειξαν σε
σταρ απέκτησαν τη διασημότητά της μέσω απάτης. Στην έρευνα των βλαστοκυττάρων υπήρξε
περισσότερα του ενός προηγούμενα απάτης.
Το 1978 ο Αμερικάνος δημοσιογράφος της επιστήμης του Time και
των New York Times David Rorvik περιγράφει σε βιβλίο
του τον ανυπόστατο ισχυρισμό πως μέσω των διασυνδέσεων του στην
επιστημονική κοινότητα και με τη χρηματοδότηση μεγιστάνα επιτεύχθηκε η
δημιουργία του πρώτου ανθρώπινου κλώνου.
Μερικές δεκαετίες αργότερα, το 2004 οι Times θα ανακηρύξουν τον Νοτιοκορέατη
ερευνητή Hwang Woo-suk ως
άνθρωπο της χρονιάς για το επίτευγμα του να δημιουργήσει ανθρώπινα εμβρυικά
βλαστοκύτταρα μέσω κλωνοποίησης. Έγραφε
τότε το Time με στόμφο που αποδείχθηκε γελοίος: «Ο Hwang έχει ήδη
αποδείξει πως η ανθρώπινη κλωνοποίηση δεν
είναι πλέον επιστημονική φαντασία αλλά γεγονός». Το μόνο που αποδείχτηκε τελικά
ήταν πως ο Hwang είχε καταφέρει να εξαπατήσει την επιστημονική κοινότητα και
τον κόσμο ολόκληρο.
Και εδώ θα σχολιάσουμε μια παραγκωνισμένη λειτουργία της επιστημονικής
δημοσιογραφίας και των δημοσιογράφων της: Ο ρόλος τους δεν είναι μόνο να
διανθίζουν με εντυπωσιασμό τα διάφορα δελτία τύπου διαφόρων επιστημονικών
ιδρυμάτων: Ο ρόλος τους είναι να κρατούν και μια κριτική στάση απέναντι στο
επιστημονικό γίγνεσθαι.
Αλλά φυσικά το να συζητάμε για μια κριτική επιστημονική
δημοσιογραφία είναι σαν να συζητάμε για μια ανεξάρτητη και ικανή δημοσιογραφία
με πρώτο γνώμονα την αλήθεια και δεύτερο το κοινωνικό καλό. Στις σημερινές
συνθήκες, αυτές οι κουβέντες είναι ουτοπικές.
Έτσι για παράδειγμα, όταν ασκούσα δριμύτατη κριτική στην
έρευνα που συνέδεε τον ιό XMRV με το σύνδρομο Σύνδρομο Χρόνιας Κόπωσης και στηλίτευα ένα
ερευνητικό κατεστημένο που επιδίωκε με μανία χρυσοθήρα να βρει και να επιβάλει στους
πληθυσμούς ένα νέο AIDS,
οι προειδοποιήσεις μου έπεσαν στο κενό. Όταν τελικά αποκαλύφτηκε πως επρόκειτο
για ερευνητική απάτη με τη βασική ερευνήτρια Judy Mikovits να φυλακίζεται προσωρινά για
κλοπή (διαβάστε
εδώ), κανείς δεν έσπευσε να μου πει το αυτονόητο, να μου πει πως έκανα το
αυτονόητο, πως έκανα δηλαδή τη δουλειά μου σωστά.
Γιατί αυτοί που σήμερα κυρίως επιβραβεύονται για τη δουλειά τους
σε αυτόν τον παρακμάζοντα πλέον πολιτισμό είναι αυτοί που ούτως ή άλλως πληρώνονται
αδρά για να προάγουν μεγάλα ιδιωτικά συμφέροντα.
Stars και underdogs της επιστήμης
Ελάχιστοι δάσκαλοι
του θα πόνταραν ότι ο Αλβέρτος Αϊνστάιν θα μπορούσε να κάνει καριέρα στην
επιστήμη, πόσο μάλλον ότι θα γινόταν ένας από τους σημαντικότερους επιστήμονες της
σύγχρονης εποχής.
Παρόμοια ήταν και η ετυμηγορία και του δασκάλου βιολογίας
στο λύκειο του John B. Gurdon ο
οποίος έγραφε για τον ανήλικο τότε μαθητή του «Πιστεύω πως ο Gurdon έχει
ιδέες για να γίνει επιστήμονας, με τις παρούσες επιδόσεις του αυτό είναι γελοίο…
Αν δεν μπορεί να μάθει απλά βιολογικά δεδομένα δεν θα έχει καμία τύχη στο να
γίνει ειδικός και θα είναι καθαρό χάσιμο χρόνου, τόσο για τον ίδιο όσο και για αυτούς
που θα τον διδάξουν»
Ποιος ήταν αυτός ο ανεπίδεκτος μαθήσεως, το χάσιμο χρόνο, το
παιδί που είχε τις γελοίες ιδέες να γίνει επιστήμονας;
Μα ο κάτοχος του βραβείου Nobel Φυσιολογίας/Ιατρικής του 2012 μαζί
τον Shinya Yamanaka,
πάνω στην δουλειά των οποίων βασίστηκαν υπερφιλόδοξοι ισχυρισμοί όπως αυτοί της
Obokata και του Hwang Woo-suk.
Ο Gurdon και Yamanaka είχαν και άλλα κοινά εκτός από ότι μοιράστηκαν ένα νόμπελ σε
κοινό επιστημονικό πεδίο (για τους Gurdon και Yamanaka πηγή
αυτού του άρθρου αποτελεί το άρθρο του Nicholas Wade στους New York Times).
Αν ο Gurdon αποθαρρύνθηκε από το δάσκαλο του να γίνει αυτό που θα άλλαζε
την ιστορία της επιστήμης και της ανθρωπότητας, ο Yamanaka ενθαρρύνθηκε
να γίνει κάτι που δεν θα άλλαζε και τόσα πολλά στην ιστορία της επιστήμης και της
ανθρωπότητας: Χειρούργος.
Ο Gurdon πήγε κόντρα στο δόγμα της βιολογίας της εποχής που ήθελε τα ώριμα
κύτταρα να μην αποδιαφοροποιούνται και
μεταφέροντας έναν πυρήνα ώριμου κυττάρου βατράχου σε αυγό βατράχου από το
οποίου είχε αφαιρεθεί ο δικός του πυρήνας δημιούργησε ένα κλώνο.
Το επίτευγμα του Gurdon σήμαινε ότι κάτι στο αυγό είχε την
ικανότητα να μετατρέψει τον ώριμο πυρήνα σε πολυδύναμο κύτταρο.
Δεκαετίες αργότερα ο Yamanaka θα απομόνωνε τέσσερεις
παράγοντες μεταγραφής από εκατοντάδες πιθανούς υποψηφίους και χωρίς πλέον να
χρειαστεί να χρησιμοποιήσει το αυγό ως «επωαστήρα αποδιαφοροποίησης» κατάφερε μέσω
των τεσσάρων γονιδίων να μετατρέψει ώριμα κύτταρα σε πολυδύναμα βλαστοκύτταρα.
Οι ανακαλύψεις των Gurdon/Yamanaka αποτελούν κυρίως αλλά όχι μόνο κεφαλαιώδους σημασίας
επιστημονικά άλματα για μελλοντικές θεωρίες, θεραπείες και εξελίξεις στην
κλωνοποίηση.
Αποτελούν δευτερευόντως και ένα ισχυρό αντεπιχείρημα ανάμεσα
σε πολλά άλλα απέναντι στους πατατοκέφαλους του γονιδιακού ντετερμινισμού που
χρησιμοποιούν μια αναχρονιστική πλέον θεωρία κυρίως για την πατεντοποίηση
γονιδιών και την προώθηση των γενετικά τροποποιημένων καλλιεργειών υπό αβάσιμες
διαβεβαιώσεις ότι το υπάρχον επίπεδο τεχνογνωσίας τις καθιστούν απόλυτα ασφαλείς
και ανώτερες των παραδοσιακών (περισσότερα για το θέμα εδώ. Ακόμη πιο
αναλυτικά στο βιβλίο μου «Θανάσιμες Θεραπείες. Εκδ. ETRA 2011).
Η «μεταλλαγμένη επιστήμη», δημιουργώντας «λύσεις» ευρείας
κλίμακας σε επιλύσιμα προβλήματα μικρότερης κλίμακας, θα καταφέρει να
δημιουργήσει προβλήματα αντίστοιχης κλίμακας με την κλίμακα των λύσεων που
χωρίς να της έχει ζητηθεί επιβάλει άλλοτε διαστρεβλώνοντας και άλλοτε
φιμώνοντας την πραγματική επιστήμη.
Πέτρος Αργυρίου, agriazwa.blogspot.gr, 14/3/2014