Το τελευταίο διάστημα είναι καραμπινάτη η αμφισημία στα
κείμενα μου, φαινόμενο πρωτόγνωρο που προκαλεί σύγχυση στους αναγνώστες.
Υπάρχει βέβαια ένα πέπλο ασάφειας και κακής ποιότητας
πληροφόρησης στα μήντια αλλά αυτό δεν αποτελεί δικαιολογία για μένα.
Πολύ πιο σημαντικός λόγος είναι η τεράστια επένδυση ελπίδας
που έχει κάνει ο ελληνικός λαός σε αυτή την κυβέρνηση και η απίστευτη κρισιμότητα
της περιόδου που με ωθεί να περιγράφω με ενθουσιασμό ότι κάνει σωστά και με
λυσσαλέα οργή όταν αποκλίνει από τους διακηρυγμένους της στόχους ή όταν τείνουν
να διαμορφωθούν εκείνες οι συνθήκες που θα την οδηγήσουν σε τέτοια απόκλιση.
Τρεις είναι οι κυρίαρχες ερμηνείες για τη στάση της κυβέρνησης
αυτές τις πρώτες της μέρες:
Η πρώτη είναι η αφήγηση του στρατηγήματος: Η ηγετική ομάδα της
συγκυβέρνησης μπορεί να μην έχει ακριβώς σχέδιο αλλά έχει αντιληφθεί την
ιστορική συγκυρία τόσο καλά που μπορεί να ελιχθεί αποτελεσματικά σε ένα
εξαιρετικά εχθρικό περιβάλλον, εκμεταλλευόμενη τις αδυναμίες των αντιπάλων της,
θολώνοντας τα νερά και προκαλώντας αναταραχές που φέρνουν αυτές τις αδυναμίες
στην επιφάνεια.
Η κίνηση κατά του ρωσικού εμπάργκο με το καλημέρα ανήκει
χωρίς καμία αμφιβολία σε αυτή την αφήγηση.
Η δεύτερη είναι ότι η κυβέρνηση έχει τόσες εξαρτήσεις που
επινοήθηκε για να απορροφήσει τους κραδασμούς που η προέλαση του ολοκληρωτισμού
στη Δύση προκαλεί ώστε να περάσει μια ακόμη μικρότερη Ελλάδα στη νέα της μεταπολίτευση
όπως άλλωστε ιστορικά συμβαίνει στην χώρα.
Μια τέτοια αφήγηση δικαιολογείται από το προφίλ παλιών,
νεότερων και καινούριων στελεχών είτε του ΣΥΡΙΖΑ είτε της κυβέρνησης. Οι πασοκογενείς
του ΣΥΡΙΖΑ, ο Τσουκαλάς, τραπεζικός συνδικαλιστής που πήρε εφάπαξ το
σκανδαλώδες ποσό του ενός μυρίου, ο εργατολόγος Μητρόπουλος που για μια υπόθεση
του μόνο το γραφείο του χρέωσε ένα μύριο, ο έτερος Τσουκαλάς, άνθρωπος του
Σημίτη που μπήκε στην πρώτη θέση του ψηφοδελτίου επικρατείας δημιουργούν εύλογα
ερωτηματικά.
Η καταγωγή του Γιάνη Βαρουφάκη από το οικογενειακό
περιβάλλον των Παπανδρέου και η επιλογή της Παναρίτη που δούλεψε για τους νεοφιλελεύθερους
και τώρα συμβουλεύει το ΓΙάνη για το πώς θα τους αντιμετωπίσουμε επιτείνουν τα
ερωτήματα.
Ακόμη και για παλιούς του ΣΥΡΙΖΑ όπως ο Σταθάκης που
επένδυσε κανά μύριο και αυτός σε Hedge Funds ή τα έστω λιγότερα ύποπτα 600 χιλιάρικα που έβγαλε η Βαλαβάνη
από πώληση οικογενειακού ξενοδοχείου, κάνουν το ερώτημα του πως γίνεται
άνθρωποι που έχουν κάθε συμφέρον να υπερασπιστούν την τραπεζοκρατία και το
νεοφιλελευθερισμό να μπορούν να ηγηθούν ενός ανένδοτου αγώνα εναντίον τους, βασανιστικό.
Δεν έχουμε απάντηση σε αυτό το ερώτημα.
Η τρίτη εκδοχή είναι πως ενυπάρχουν και οι δύο τάσεις μέσα
στη κυβέρνηση ,ακόμη και σε ατομικό επίπεδο.
Για αυτόν ακριβώς το λόγο προσπαθώ να αποδυναμώσω την ισχύ της
δεύτερης αφήγησης στο κυβερνητικό έργο.
Σε πρόσφατο άρθρο μου περιέγραφα πως η κυβέρνηση, εγκλωβισμένη
στην πρόσφατη αντιπολιτευτική ρητορική της ξόδευε χρόνο, ενέργεια και
διαπραγματευτικούς πόντους στην ονοματοδοσία για λόγους επικοινωνιακούς και
μόνο.
Μου διέφυγε και εμένα πως «η παράταση ή επανεκκίνηση ή επέκταση του τρέχοντος προγράμματος» δεν
είναι απλά κάτι στο οποίο επέμεινε η κυβέρνηση για να ρίξει στάχτη στα μάτια
των ψηφοφόρων της: Η διατύπωση νέο πρόγραμμα δίνει περιθώριο στο μέλλον για διαχωρισμό
των δανειακών συμβάσεων από τους όρους του μνημονίου. Παρότι μνημόνιο και
δανειακή σύμβαση είναι οργανικώς δεμένα, η διατύπωση ενός «Νέου Προγράμματος»
αφήνει περιθώριο να θεωρηθεί το μνημόνιο λήξαν και οι όροι της δανειακής
σύμβασης που αναφέρονται στο λήξαν μνημόνιο να προσαρμοστούν στο νέο πρόγραμμα.
Δεν είναι αυτό βέβαια το αντικείμενό μου και αυτό που δηλώνω
είναι μια εικασία. Μια εικασία που ενισχύεται από το ότι η ορολογία ήταν
κόκκινη γραμμή για την κυβέρνηση όπως επίσης και από το ότι η γερμανική γραμμή
περιέγραψε την πρόταση Βαρουφάκη ως Δούρειο ίππο. Και έχει απόλυτο δίκιο.
Μιλάμε για πρόταση και όχι για πρόγραμμα γιατί αυτό ακριβώς
ήταν: Μια πρόταση που έθετε ως προαπαιτούμενα της διαπραγμάτευσης την μη
περαιτέρω περικοπή σε μισθούς και συντάξεις, τη μείωση της δέσμευσης για
πρωτογενές πλεόνασμα σε 1,5% του ΑΕΠ, την προσυμφωνημένη απόδοση των κερδών 1,7
δις των ευρωπαϊκών τραπεζών από τα ελληνικά ομόλογα και την αδιευκρίνιστη
χορήγηση βοήθειας για την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης.
Το επιτελείο της κυβέρνησης δεν κατέβασε πλήρες πρόγραμμα.
Δεν κατέβασε καν προσχέδιο. Διατύπωσε τις ελάχιστες κόκκινες γραμμές κάνοντας
μια απαιτητική επίθεση φιλίας έχοντας ήδη κάνει μεγάλες παραχωρήσεις όπως ο παραγκωνισμός
της δέσμευσης της για κούρεμα χρέους.
Στόχος και προσδοκία δεν ήταν να γίνει κάτι τέτοιο αποδεκτό.
Στόχος ήταν να γίνουν ζυμώσεις και να εκτεθεί ο πολυεπίπεδος και πολυκεντρικός
χαρακτήρας της λήψης αποφάσεων στην ΕΕ και το πως αυτός καταστρατηγείται από τον
γερμανικό ηγεμονισμό, μυστικό κοινό μεν, ευάλωτο δε στην υπερέκθεση.
Σε αυτή την στρατηγική της η κυβέρνηση επέτυχε. Η γερμανική
αδιαλλαξία και αυταρχισμός εκτέθηκαν, κάτι που εξόργισε τη Γερμανική πλευρά και
οδήγησε τις ούτως ή άλλως ανθελληνικές της τάσεις σε εκδηλώσεις γυμνού
μισελληνισμού, κάτι που με τη σειρά του την εξέθεσε ακόμη περισσότερο.
Μια από τις αχίλλειες πτέρνες της Γερμανίας είναι ακριβώς
αυτή: παρότι επιδιώκει τον ολοκληρωτισμό όσο πάντοτε, αυτή τη φορά είναι ευάλωτη
στην υπερέκθεση αυτού ακριβώς του χαρακτήρα της. Φοβάται την αναβίωση των
ιστορικών μνημών και τη διάχυση του αντιγερμανικού συναισθήματος σε όλη την
Ευρώπη: Γιατί όπως εδώ και καιρό περιγράψαμε, αυτό ακριβώς συμβαίνει- σε όλη την
Ευρώπη.
Στρατηγική απάντηση των Γερμανών ήταν να πνίξουν τη νέα
ελληνική κυβέρνηση στην κούνια της για παραδειγματισμό: Ακόμη όμως και σε αυτή
τη στρατηγική ελλοχεύει ο κίνδυνος της διάχυσης του αντιγερμανισμού.
Μπρος γκρεμός και πίσω ρεύμα για τους Γερμανούς που
αδυνατούν πλέον να ελέγξουν τις πολιτικές εξελίξεις στην ήπειρο.
Το ουκρανικό ζήτημα είναι ένα ακόμη αγκάθι στα πλευρά τους:
και σε αυτό το ζήτημα οι Γερμανοί αναγκάστηκαν να οδηγηθούν σε κάποιο
συμβιβασμό με τη Ρωσία.
Οι Γερμανοί δημιούργησαν ένα συγκρουσιακό περιβάλλον σε όλη
την Ευρώπη. Ακόμη και αν δεν το θέλουν να το αποδεχτούν ή απορρίπτουν αυτό το
γεγονός, είναι υποχρεωμένοι να αναλάβουν τις ευθύνες τους.
Είναι και οι Γερμανοί λοιπόν παγιδευμένοι στη φυλακή που
χτίσαν για τους υπόλοιπους Ευρωπαίους.
Ακόμη και αν αναγκάσουν την Ελλάδα να βγει εκτός Ευρώ,
οποιαδήποτε αυτοδύναμη ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας θα είναι ένας θανάσιμος
κίνδυνος για τη μελλοντική συνοχή της Ευρωζώνης και θα επιταχύνει και το
ντόμινο των αντιγερμανικών πολιτικών εξελίξεων στην υπόλοιπη Ευρώπη.
Επιπρόσθετα το Ευρώ που ήδη έχει υπάρξει στόχος των διεθνών
κερδοσκόπων θα γίνει ακόμη πιο ευάλωτο σε αυτούς.
Σε αντίθεση με την Ελλάδα που η πολιτική της αστάθεια των
τελευταίων ετών οφειλόταν στην άθλια οικονομική της κατάσταση, για τη Γερμανία
οι κίνδυνοι για την οικονομία της θα προέλθουν από την πολιτική αστάθεια στην
Ευρώπη.
Κι αυτό, ότι κι αν κάνουν στην Ελλάδα, δεν μπορούν να το
αναχαιτίσουν παρά μόνο με την αλλαγή της δογματικής τους πολιτικής.
Ας μη γελιόμαστε: οι Γερμανοί έχουν και το μαχαίρι και το
καρπούζι. Πολύ περισσότερο από ότι το 2010 11 κοκ. Ενώ εμείς είμαστε με το
μαχαίρι στο λαιμό, αυτοί φοβούνται μην τους πέσει το καρπούζι και σκάσει.
Αυτό που κάνουμε είναι μια εκβιαστική επαιτεία καλών τρόπων.
Να μας δώσουν μια φέτα για να μπορούν να κρατούν το καρπούζι και με τα δυο τους
χέρια. Προτιμούν να μας σκοτώσουν από να μας δώσουν μια φέτα γιατί τότε θα
ζητάνε κι άλλοι πιο καρδαμωμένοι γύφτοι φέτες- και τι θα απομείνει από το
καρπούζι; Από την άλλη δεν είναι σίγουροι ότι μπορούν να μας κόψουν το λαρύγγι
χωρίς να τους πέσει το καρπούζι. Για αυτό και τα προηγούμενα χρόνια μας βάζαν
εμάς να κόβουμε το λαιμό μας.
Το πιο επικίνδυνο ενδεχόμενο είναι η Γερμανία να υποχωρήσει
και να μας δώσει ένα ή και δύο κομμάτια από τα τέσσερα που ζητάμε για να
επιβιώσουμε. Αν δεν δεχθούμε την «καλοσύνη» τους, τότε η ευθύνη της «αδιαλλαξίας»
περνάει σε εμάς.
Αν συμβιβαστούμε θα οδηγηθούμε σε σωρεία συμβιβασμών μέσα και
έξω και σε ρήξη με τον λαό. Η αριστερή
παρένθεση θα τελειώσει άδοξα. Το ίδιο και ο ελληνικός λαός.
Σε αυτή την περίπτωση πρέπει να επιδιώξουμε άμεσα τη ρήξη.
Ποιες είναι λοιπόν οι πιθανότητες να υποχωρήσουν οι Γερμανοί
στις απαιτήσεις μας για να έχουν το κεφάλι τους ήσυχο από εμάς για κανά εξάμηνο,
ρισκάροντας να δημιουργηθεί ένα ντόμινο αντίστοιχων απαιτήσεων στον Ευρωπαϊκό
νότο;
Υπαρκτές αλλά λιγοστές: Παρά ταύτα είναι οι καλύτερες πιθανότητες
που έχουμε.
Όπως είπαμε, οι Γερμανοί αρχίζουν να εγκλωβίζονται πλέον στα
αδιέξοδα που επέβαλλαν.
Όλες οι επιλογές που έχουν –και είναι πολλές- είναι από
άσχημες ως κακές: Εμείς δεν έχουμε επιλογές: Ή παίρνουμε τα ελάχιστα που
χρειαζόμαστε για να επιβιώσουμε βραχυπρόθεσμα ή πάμε σε ρήξη: Το να συμβιβαστούμε
με λιγότερα από τα ελάχιστα θα σημαίνει την παράδοση της Ελλάδας και της Ευρώπης
στο γερμανικό ολοκληρωτισμό αλλά και τη διαιώνιση τόσο της φτωχοποίησης του
ελληνικού πληθυσμού όσο των παρασιτικών ελληνικών ολιγαρχιών. Και ξέρουμε καλά πόσο
θανατηφόρος είναι ένας τέτοιος συνδυασμός. Το ζήσαμε στην κατοχή.
.
Πέτρος Αργυρίου, agriazwa.blogspot.com