Πάνε κάτι 24ωρα τώρα, που η άχρηστη σκέψη μου της ημέρας
ήταν η εφεύρεση μιας περσόνας που καλλιτέχνιζε και έβγαζε στις μαρκίζες κατιτίς
παραπάνω από τα προς το ζην φέροντας το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Καστράτος
Διονυσίου και με διεμφυλική σκηνική παρουσία, τραγουδώντας Στράτο Διονυσίου με
φωνή και ντύσιμο Conchitas.
Ο ήρωας μου σε αυτή την εν εγρηγόρσει ονειροφαντασία μου είχε
άσχημο τέλος: αυτοδίκαιοι υπερασπιστές της «παράδοσης» του λαϊκού τον πιάσανε
και τον ευνουχίσανε πραγματικά, του κόψανε τα αρχίδια.
Διαμαρτυρήθηκα και εγώ έντονα με αυτό το σενάριο που έπλασε
το υποσυνείδητό μου: Γιατί δε με προειδοποίησε πχ για το χθεσινό σεισμό και μου
σέρβιρε το άνοστο πιάτο του Καστράτου Διονυσίου που και μόνο το όνομα του θα
μπορούσε να θεωρηθεί προσβολή μνήμης νεκρού, πόσο μάλλον το ρεπερτόριο του;
Δεν πέρασαν καλά καλά μερικές μέρες που το υποσυνείδητο μου βγαζε
γλώσσα μέχρι να πέσω στο δημοσίευμα «Εφημερίδας
των Συντακτών» με τίτλο «Ο Καζαντζίδης ήθελε μαύρα και παράνομη εξαγωγή
συναλλάγματος» βασισμένο στο αυτοβιογραφικό βιβλίο του κάποτε κραταιού της ελληνικής
δισκογραφίας Μάκη Μάτσα «Πίσω από τη μαρκίζα, 40 χρόνια ελληνικής μουσικής όπως
την έζησα» όπου σε αντίθεση με την αγιογραφική προσέγγιση που δεσπόζει στη «λαϊκή»
κουλτούρα, περιγράφονται οι ιδιορρυθμίες του καλλιτέχνη και η τάση του να
φορτώνει τις δικές του κακές επιλογές όπως τα καζίνο που τον γδάραν και τις συνέπειες
της φοροδοτικής του στάσης ως μια μεταφυσική συνέχεια της Αδικίας των ισχυρών προς
τους αδυνάτους και μια συνομωσία των «Εβραίων» εναντίον του, εναντίον της «Φωνής
της Ελλάδας».
Το δημοσίευμα προκάλεσε τις οργίλες αντιδράσεις της δεύτερης
και τρίτης γενιάς Καζαντζιδικών που το θεώρησαν ιερόσυλο.
Η ζωή του Καζαντζίδη, όπως οι ζωές τόσων άλλων ήταν γεμάτη
ανακολουθίες. Παιδί μικρασιάτισας
προσφυγοπούλας από την
οποία έμαθε το λυγμικό στοιχείο που τον βοήθησε να φτιάξει αργότερα το αντρικό
μοιρολόγισμα που τον έκανε διάσημο, στα μικρατά του έκανε σκληρές δουλειές τύπου
Βασιλάκη Καϊλα, μέχρι που κάποιοι τον ανακάλυψαν. Από τα ρεμπέτικα που ήταν κατ
εμέ η τελευταία μορφή αυθεντικής λαϊκής μουσικής, άφησε τη μικρασιατική μουσική
παράδοση και σιγά σιγά προσχώρησε στη μουσική βιομηχανία της εποχής που εκείνη
την εποχή ανακάλυπτε το bollywood
πολύ πριν το ανακαλύψει το Hollywood. Άλλωστε την ίδια εποχή και παρά τα αμίμητα υποκριτικά
ταλέντα της, η βιομηχανία του νεοελληνικού κινηματογράφου ανακάλυπτε και το Hollywood από το οποίο ενίοτε
έκλεβε σενάρια. Τα φασονατζίδικα στήθηκαν πρώτα στην τέχνη μαζικής κατανάλωσης
και έπειτα βαπτίστηκαν ελληνικά.
Έτσι ο Καζαντζίδης γνωρίζει φοβερή επιτυχία με τα
ελληνικότατα και λαϊκότατα καψουροτράγουδα τύπου bollywood Μαντουμπάλα
και Ζιγκουάλα ενώ ήδη υπάρχουν κοινωνικές αναφορές στα τραγούδια του που στη
συνέχεια και σε συνεργασία με ταλαντούχους μουσικοσυνθέτες και στιχουργούς της εποχής
θα δημιουργήσουν τη δική τους μουσική σκηνή.
Οι ιδιορρυθμίες στο χαρακτήρα του Στέλιου μπορεί να
σχετίζονται και με την τραγωδία της απώλειας
της αναπαραγωγικής ανικανότητας του που ακόμη και σήμερα μπορεί να πληγώσει και
το πιο προοδευτικό αρσενικό Homo
Sapiens Sapiens. Ο ίδιος την απέδιδε σε δύο διαφορετικές εκδοχές που
ανήκουν στον ίδιο και αφορούν την στρατιωτική θητεία, σκληρή και απάνθρωπη
συνήθως εκείνα τα χρόνια: Η μία, η προγενέστερη, θέλει το Στέλιο να τοποθετείται
από αξιωματικό κατά στάβλο περιορισμό και να χάνει τον ανδρισμό του από κλοτσιά
αλόγου ενώ η δεύτερη και μεταγενέστερη θέλει τον ίδιο τον αξιωματικό να
ξυλοφορτώνει μετά μανίας το Στέλιο με τη γνωστή μοιραία συνέπεια.
Αφήνοντας λοιπόν τον Στέλιο στην αδικία της ζωής και το
υποσυνείδητο μου δικαιωμένο να περιγελά τους πάντες για το εύρημα του «Καστράτου»
ας πάμε ένα βήμα παρακάτω, στις κοινωνικές συνέπειες της παράδοσης που άφησε ο
Στέλιος και της προσωπολατρείας του που επιβιώνει μέχρι και σήμερα.
Η φτωχολογιά, από μια αδήριτη πραγματικότητα μιας παλαιότερης
εποχής έγινε το άλλοθι μιας άλλης. Ο πόνος ο καημός και ο βραχνάς, το κακό
ριζικό, γίναν από το 1980 όλα σύμβολα μιας νέας τάξης ανθρώπων με λαϊκές ή όχι
καταβολές που πλέον ανήκαν στη μέση αστική τάξη και ενίοτε στις ανώτερες
οικονομικές τάξεις και χρησιμοποιούσαν τις πολιτικές και κοινωνικές καταβολές τους
ως άλλοθι για την αμετροέπεια τους.
Το «αδικήθηκα και ήρθε τώρα η σειρά μου να αδικήσω, η αλλιώς
γύρισε ο τροχός θα γαμήσει κι ο φτωχός» θα μπορούσε να είναι ο ύμνος αυτής της νέας
τάξης αν είχε την οποιαδήποτε ειλικρίνεια.
Το ΠΑΣΟΚ πχ πανηγύρισε τον εκλογικό του θρίαμβο στης Ρίτας
Σακελαρίου και έκανε κι αυτό ότι μπορούσε για να μετατρέψει το λαϊκό σε
λαϊκίστικο.
Αυτό ήταν το νέο παράδειγμα του ΠΑΣΟΚ και επίτυχε εξόχως
καταστροφικά σε όλους τους τομείς.
Ειδικά στη μουσική, τα μπουζούκια γίναν ξανά θεσμός αυτής της
σχετικά διευρυμένης νέας τάξης προνομιούχων που έκλεβε τόσο από το παρελθόν αλλά
και από το μέλλον για να καλοπεράσει στο παρόν ενώ η δισκογραφία σταδιακά έγινε
απλά μηχανισμός προώθησης συγκεκριμένων μαγαζιών.χρυσορυχείων.
Το 1990 η κατάσταση κακοφόρμισε ακόμη περισσότερο. Μπορούσες
να ακούσεις πλέον Στέλιο και Στράτο σε κωλόμπαρα με μπουκάλια ουίσκι και σαμπάνιας
να ανοίγουν θριαμβευτικά μπροστά στα μπούτια και τα μπούστα κοριτσιών από το
ανατολικό μπλοκ, ενώ οι χουβαρντάδες θαμώνες θα κλαψομούνιαζαν μέχρι θανάτου με
καψουροτράγουδα για τις αχάριστες γυναίκες αλλά και την κοινωνική αδικία,
χουφτώνοντας παράλληλα μέχρι αηδίας θηλυκούς οικονομικούς πρόσφυγες. Το λαϊκό
κατάντησε συνοδευτικό μιας χυδαίας και «αυτοδίκαιας» εκτόνωσης και soundtrack του μαραζιού της χλιδής
και της πολυτέλειας.
Η παλιά φτωχολογιά έγινε το άλλοθι για μια άνευ προηγουμένου
σπατάλη χρημάτων και αισθητικής, έγινε το «νέο κανονικό». Η τάξη που καταπιεζόταν
έγιναν οι ίδιοι καταπιεστές, οι εκμεταλλευόμενοι εκμεταλλευτές. Οι εργατικοί
αγώνες έγιναν ιδεολογικό πλυντήριο για ξέπλυμα μαύρου χρήματος, οι νεκροί του
πολυτεχνείου έγινε «η γενιά του πολυτεχνείου» ενώ σήμερα είναι πιο εύκολο να αμφισβητήσεις το ότι υπήρχαν ηρωικοί νεκροί στο πολυτεχνείο από το να αμφισβητήσεις τη συμβολή του Στέλιου Καζαντζίδη στον πολιτισμό. Όπως κάνει πάντα, η κλεπτοκρατία
θα έκλεβε και από παρελθόν και από το μέλλον αλλά αυτή τη φορά θα στόλιζε το
παράδειγμά της με τα λαϊκά δίκια για να τα καταστρέψει εντελώς δύο δεκαετίες
αργότερα.
Φυσικά, όπως πάντα, έχει ο καιρός γυρίσματα.
Ο εξευτελισμός κάθε έννοιας λαϊκού, το ξόδεμα των αδικιών
του παρελθόντος σε γούστα και προνόμια, έχουν οδηγήσει σήμερα σε μια κατάσταση όπου
ενώ η φτώχεια γίνεται σταδιακά το κυρίαρχο παράδειγμα, αδυνατούν να υπάρξουν
γνήσιοι τραγουδιστές της γνήσιας νέας φτώχιας και των καημών του λαού ενώ οι φο
μπιζού επίγονοι του «λαίκου τραγουδιού», μιας αφήγησης που συνέχισε παρότι είχε
χάσει κάθε αντιστοιχία με τα αιτήματα και τις αιτίες της δημιουργίας της, συνεχίζουν
να έλκουν πλούτο στα σκυλάδικα, έστω και με πολύ μικρότερες ταρίφες.
Τον γδάραν τον καημό και τον φορούσαν επιδεικτικά σαν ‘ταν
γούνα και από όλες τις σπατάλες τις μεταπολίτευσης, αυτό το ξόδεμα το ηθικό
ήταν η πηγή όλων των άλλων κακών.
Στο βιβλίου του Μάτσα, γίνεται επίσης αναφορά και στα ακραία
χαρακτηριστικά που πήρε η προσωπολατρεία Καζαντζίδη. Όπως περιγράφεται στην Εφημερίδα
των Συντακτών «Ο Καζαντζίδης κήρυξε ανένδοτο, ο Μάκης Μάτσας άρχισε να δέχεται
απειλές. «Έχω δύο μήνες ζωής», του είπε στο τηλέφωνο ένας καρκινοπαθής, «αλλά
πριν πεθάνω, έχω ορκιστεί στον εαυτό μου ότι θα σκοτώσω εσένα και τα παιδιά σου».
Τι είναι αυτό που έκανε και κάνει ανθρώπους να ταυτίζονται
τόσο πολύ με ένα λαϊκό ίνδαλμα που να μη διστάζουν να δώσουν όχι μόνο τη ζωή τους
αλλά και απειλούν να πάρουν τη ζωή άλλων και μάλιστα ακόμη και παιδιών;
Γιατί ο Καζαντζιδισμός αλλά και άλλες προσωπολατρίες έφτασαν
στο επίπεδο ακόμη και του λεκτικού τζιχαντισμού;
Σε προηγούμενο άρθρο μας αναλύσαμε το παράδοξο της πίστης σε
καταστροφικές αιρέσεις που ακόμη και όταν αυτές αναιρούνται ή καταστρέφονται, εκείνη τείνει ενίοτε να επιμένει.
Αυτό που πρέπει να σημειωθεί είναι πως η προσωπολατρία είναι
θεμέλιος λίθος των περισσοτέρων θρησκειών. Ο εμπλουτισμός της με διάφορα
μεταφυσικά στοιχεία δεν αλλάζει το βασικό της χαρακτήρα ακόμη και αυτός είναι
τριαδικός, διαδικός, μοναδικός ή οτιδήποτε άλλο, παρότι το μεταφυσικό λούστρο επιτρέπει
η πίστη ευκολότερα να μεταφερθεί από το πρόσωπο, ιστορικό ή και μη, στα λατρευτικά
αντικείμενα, περνώντας από την προσωπολατρία στην ειδωλολατρία, είτε αυτή αφορά
οργανωμένες θρησκείες είτε ακόμη ακόμη και την ποπ κουλτούρα όπου όχι σπάνια
παρατηρούμε το φαινόμενο ευτελή προσωπικά αντικείμενα νεκρών σταρ να πουλιούνται
στην τιμή αρχαίων θρησκευτικών κειμηλίων.
Πρόκειται για ένα παλιό νοητικό δηλητήριο που περνάει
συγκαλυμμένα από γενιά σε γενιά και από πολιτισμό σε πολιτισμό και απαρχές της έχει
μάλλον βασιλικές δομές εξουσίας, που ούτως ή άλλως ενίοτε ενδύθηκαν θεϊκών
ιδιοτήτων. Από τους Φαραώ μέχρι το βασιλιά Ήλιο Λουδοβίκο τον 14ο,
από την προσωπολατρία του Ανδρέα Παπανδρέου και την μεταφυσική του «Ανδρέα ζεις
εσύ μας οδηγείς» μέχρι τη λατρεία προς τη «φωνή του Λαού» Στέλιο Καζαντζίδη, οι
άνθρωποι θέλουν να πιστεύουν πως υπάρχει κάτι έξω από αυτούς, πάνω αυτούς που
ορίζει δικαιωματικά τις ζωές τους, κάτι μεγαλύτερο από τη ζωή την ίδια.
Όταν αυτό το «έξω» βρίσκει δε σε μάζες και ψυχολογικό έδαφος
ταύτισης, τότε η μονομανία της εξουσίας κάθε είδους, θρησκευτικής, καλλιτεχνικής,
πολιτικής, σκοπίμως ή ακόμη και συμπτωματικά έχει καταφέρει να δημιουργήσει μια
νέα λαϊκή θρησκεία, που μοιράζεται χαρακτηριστικά από προηγούμενα στάδια αυτού
του μηχανισμού επιβολής, με σημαντικότερο όλων την άνευ όρων αφοσίωση. Αυτή η
μαζική προσωπολατρία μπορεί να αντλεί ή να προβάλει ισχύ ακόμη και από/στο παράδειγμα της Πατρικής η Μητρικής
εξουσίας, δομώντας ιεραρχικές δομές οριζοντίως, διαγωνίως και καθέτως.
Τα παραδείγματα προσωπολατρίας αφορούν ακόμη και πρόσωπα που
θα έπρεπε να είναι αποτροπαϊκά: Οι ερωτικές επιστολές που έστελναν κορασίδες στον
δράκο του Σέιχ Σου Παπαχρόνη και ο πρόσφατος γάμος του 80χρονου πλέον μακελάρη Charles Manson με μια
ευπαρουσίαστη 26χρονη είναι μερικά μόνο από μια πληθώρα τέτοιου είδους
παραδειγμάτων.
Όσο πιο ανολοκλήρωτη είναι μια προσωπικότητα τόσο
περισσότερο ρέπει προς ολοκληρωτικά παραδείγματα στα οποία προβάλει τα απωθημένα
της. Και όσο πιο ολοκληρωτικό και αν είναι το περιβάλλον το οποίο εμποδίζει την
ανάπτυξη μιας περσόνας, σε τόσο πιο ανολοκλήρωτες περσόνες θα στρέψει η ίδια
την καταπιεσμένοι λατρεία της καθώς οι ρητές και μη απαγορεύσεις δεν της επιτρέπουν
να συνδεθεί με συνθήκες πλήρους εγκαρδιότητας με έναν «κοινό θνητό».
Το ίδιο ισχύει και για τις κοινωνίες.
Το λιγότερο και μάλλον ίσως και το περισσότερο που μπορούμε
να κάνουμε για αυτά τα αταβιστικά κατάλοιπα είναι να τα περιγράφουμε και να αφήνουμε
τους φορείς τους να εκδηλώνονται και να εκτίθενται.
Πέτρος Αργυρίου, agriazwa.blogspot.com 18/11/2014