Είμαστε για τα καλά στη χειμωνιάτικη περίοδο. Μια νέα σεζόν εποχιακής γρίπης ξεκινάει όπως συμβαίνει για κάποιους λόγους με συνέπεια τα τελευταία εκατοντάδες (τουλάχιστον) χρόνια. Η φετινή σεζόν είναι επιβαρυμένη όχι μόνο από νέους κινδύνους δημόσιας υγείας αλλά κυρίως από επικίνδυνες πολιτικές της που ξεδιπλώνονται τα τελευταία χρόνια.
Γρίπες και οικονομικοί γύπες. Του Πέτρου Αργυρίου
(Πρώτη δημοσίευση περιοδικό Holistic Life- το υλικό του κειμένου προέρχεται από την έρευνα του συγγραφέα Θανάσιμες Θεραπείες-Μάρτιος 2011- εκδ. ETRA)
(Περισσότερα για το συγγραφέα και το έργο του στο http://agriazwa.blogspot.com)
Παρά το τεράστιο φιάσκο των νέων επιδημιών με πιο πρόσφατη τη γρίπη των χοίρων που στα μάτια του σκεπτόμενου κομματιού του πληθυσμού γελοιοποίησε και εξέθεσε παγκόσμιους οργανισμούς, εθνικές αρχές και τοπικούς φορείς δημόσιας υγείας, το νερό έχει μπει για τα καλά στο αυλάκι. Προσκεκλημένες από τη δεκαετή προεδρία J.W.Bush Jr, οι μεγάλες φαρμακευτικές έχουν μπει για τα καλά στο παιχνίδι των αντιγριπικών αγωγών και των εμβολίων, ένα χώρο που ιστορικά ήταν δύσκολος και που ακριβώς για αυτό το λόγο, είχε εγκαταλειφθεί επιχειρηματικά από τις περισσότερες μεγάλες φαρμακευτικές. Το πολιτικό και οικονομικό σκηνικό των τελευταίων ετών άλλαξε άρδην την κατάσταση. Μικρότερες εταιρίες που διεξήγαν έρευνα ή ήταν παρασκευάστριες εμβολίων εξαγοράστηκαν επιθετικά από τους φαρμακευτικούς κολοσσούς που παρακινήθηκαν από νέα νομοθετικά πλαίσια που έλυναν μια σωρεία δυσκολιών όπως οι μηνύσεις για παρενέργειες και η εύρεση χειραγωγημένων πρόθυμων αγορών. Οι σκόπελος των μηνύσεων για παρενέργειες που θα μπορούσαν να κοστίσουν απώλεια πολλών δισεκατομμυρίων για τις φαρμακευτικές λύθηκε τουλάχιστον για τα αμερικανικά πράγματα, την προηγούμενη δεκαετία με τα νομοσχέδια Bioshield I και ΙΙ. Το Bioshield II αν και δεν πέρασε στην ολοκληρωμένη μορφή του, προέβλεπε ότι σε περίπτωση εκτάκτου ανάγκης δημόσιας υγείας όπως α) βιοτρομοκρατικό χτύπημα και β) πανδημία, οι εταιρίες δε θα έφερναν καμία ευθύνη (Liability) απέναντι στους ιατρικούς τους καταναλωτές για τυχόν παρενέργειες των προϊόντων τους που θα χρησιμοποιούνταν για την αντιμετώπιση του βιοτρομοκρατικού χτυπήματος ή πανδημίας. Όσο για την εξεύρεση αγορών όπου οι εταιρίες θα διοχέτευαν τα εμβόλια, το πρόβλημα λύθηκε από τις κυβερνήσεις κρατών, καθώς οι περισσότερες από αυτές, υπό το τρομοκαθεστώς της ψευδούς πανδημικής διακήρυξης, έσπευσαν σε απευθείας αναθέσεις συμβολαίων για την αγορά εμβολίων, κάτι το οποίο είναι σκανδαλώδες από μόνο του. Η Ελλάδα και δύο διαδοχικοί υπουργοί υγείας της, Αβραμόπουλος και Ξενογιαννακοπούλου, δεν αποτέλεσαν εξαίρεση. Αρχικά 10 εκατομμύρια που τελικά περιορίστηκαν σε 5 εκατομμύρια δόσεις εμβολίων που δεν είχαν ακόμη παρασκευαστεί πόσο μάλλον δοκιμαστεί, παραγγέλθηκαν με το μηχανισμό της απευθείας ανάθεσης, κάτι που φανέρωνε τις προθέσεις του Αβραμόπουλου (όπως αυτές άλλωστε διατυπώθηκαν στο Associated Press) να εμβολιάσει ολόκληρο τον Ελληνικό πληθυσμό χωρίς καμιά απολύτως επιστημονική επιχειρηματολογία για την αναγκαιότητα ενός τέτοιου σπάταλου και πιθανώς επικίνδυνου εγχειρήματος σε μια περίοδο που τα λεφτά για δαπάνες στη δημόσια υγεία περικόπτονται δραματικά και δεν φτάνουν για να καλύψουν βασικές και πάγιες ανάγκες περίθαλψης.
Παρότι έχει επικρατήσει μια αντίληψη, σε σχέση με τα εμβόλια της γρίπης, τόσο σε ιατρικούς, ακαδημαϊκούς, πολιτικούς κύκλους και κατ εξοχήν στα μήντια όπου εμφανίζονται απαραίτητα και κρίσιμα στον τομέα της προληπτικής δημόσιας υγείας, αυτή η αντίληψη δεν είναι στην ουσία της τίποτα άλλο από παραφιλολογία, κουβέντες του “επιστημονικού καφενέ”. Παρτίδες των νέων εμβολίων αποσύρθηκαν από διάφορες χώρες του κόσμου, ενώ σε κάποιες, συγκεκριμένα εμβόλια απαγορεύτηκαν λόγω παρενεργειών. Εντούτοις στην Ελλάδα τα νέα εμβόλια παρουσιάστηκαν πλείστες φορές ως απολύτως ασφαλή, επιχείρημα ανόητο καθώς κάθε εμβόλιο περιέχει πέρα από το αντιγόνο ή τα αντιγόνα σωρεία χημικών προσθέτων που χρησιμοποιούνται για να ενισχύσουν την ανοσολογική απάντηση στο εμβόλιο και την δημιουργία ανοσολογικής μνήμης που χωρίς τα χημικά μπορεί να είναι από μικρή ως ανύπαρκτη. Το χημικό προφίλ αυτών των εμβολίων τα τοποθετεί ξεκάθαρα στη κατηγορία των χημικών φαρμάκων και τίποτα από τους ουσίες που περιέχουν δεν τα κάνει το προφίλ πιθανόν παρενεργειών τους ως ήπιο ή καλώς ανεκτό. Η έλλειψη κλινικών και στατιστικών δεδομένων για τη σχέση οφέλους ρίσκου για τα νέα εμβόλια σε συνδυασμό με την προχειρότητα και σκοπιμότητα της αλλαγής σε ανύποπτο χρόνο των πανδημικών κριτηρίων από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (WHO) αλλά και το αμερικάνικο CDC (Centers for Disease prevention and Control), ώθησε ένα μεγάλο κομμάτι των Ελλήνων γιατρών να απειθαρχήσουν προς τις κατευθυντήριες (και κατευθυνόμενες θα τολμούσε να προσθέσω) γραμμές οργανισμών και φορέων δημόσιας υγείας μέχρι του σημείου να συμβουλέψουν πολίτες να μην κάνουν τα εμβόλια κατά της γρίπης των χοίρων. Όπως έχει τονιστεί, η αντίληψη περί απολύτως ασφαλών και επιβεβλημένων αντιγριπικών εμβολιασμών δεν είναι παρά μια παραφιλολογία η οποία προωθείται είτε από αυτούς που έχουν συμφέροντα ή τυφλή πίστη στους οργανισμούς και φορείς που παράγουν πολιτικές δημόσιας υγείας. Η σχέση WHO και φαρμακευτικών εταιριών στη διακήρυξη της περσινής πανδημίας έχει ήδη καταγγελθεί και καταμαρτυρηθεί. Η λήξη της πανδημίας από τον WHO τους δημοσιογραφικά ήσυχους μήνες του καλοκαιριού είναι μία ακόμη ένδειξη για το ότι η πανδημία αυτή ήταν προϊόν συμφερόντων και προπαγάνδας και όχι η “μεγάλη πανδημία” που για δεκαετίες κάποιοι επιδημιολόγοι αναμένουν τρίβοντας τα χέρια τους με τα οφέλη που η πανδημική τρομολαγνεία φέρνει στην καριέρα τους.
Μια ματιά στην πιο ψύχραιμη αντικειμενική και ελεύθερη από οικονομικά συμφέροντα επιστήμη αρκεί να μας πείσει. Το Cochrane Collaboration είναι μια διεθνής μη κερδοσκοπική συνεργασία για την προώθηση, την επικαιροποίηση και την αξιοπιστία της ιατρικής ενημέρωσης και την προώθηση, αξιολόγηση και μετανάλυση κλινικών δοκιμών. Θεωρείται ένας από τους πιο αξιόπιστους και ίσως ένας από τους τελευταίους αδιάβλητους θεσμούς στην ιατρική επιστήμη σήμερα, σε ότι έχει απομείνει από την ύψιστη ανθρωπιστική επιστήμη μετά την εκτεταμένη εμπορευματοποίησή της.
Όπως αναφέρει σε συνέντευξή του ο επιδημιολόγος και επιθεωρητής για το Cochrane Collaboration, Tom Jefferson στους Financial Times: “η ερώτηση που ρωτάτε είναι ... πόσο αποτελεσματικά είναι τα εποχιακά εμβόλια... και οι επιθεωρήσεις μας δείχνουν καθόλου ή φτωχά αποτελέσματα... και πολλά ελλειπή δεδομένα... Γνωρίζουμε το αν είναι ασφαλή ή το ποιο είναι το προφίλ των παρενεργειών τους; Όχι, δεν το γνωρίζουμε... Δεν υπάρχει κανένα πειστήριο , ανατρέχοντας στα εμβόλια της εποχιακής γρίπης, ότι αυτό (το εμβόλιο της γρίπης των χοίρων), πρόκειται να κάνει οτιδήποτε- για να ωφελήσει τους γηραιούς ή άλλους. Υπάρχουν πειστήρια ότι οι εργαζόμενοι στο χώρο της υγείας μπορεί να μην εμφανίσουν συμπτώματα γρίπης, αλλά οι εργαζόμενοι αυτοί που έκαναν το εμβόλιο δεν έδειξαν καμιά διαφορά στη θνησιμότητα.[1]
Τα πράγματα, σε σχέση πάντα με τις γρίπες. ξεστρατίζουν εξωφρενικά περισσότερο από την επίσημη προπαγάνδα. Σε μια ανάλυση που δημοσιεύτηκε το 2008 στο περιοδικό Virology με τίτλο “Πάνω στην επιδημιολογία της Γρίπης” οι συγγραφείς της αναφέρουν πως παρότι, στις ΗΠΑ, τις δεκαετίες του 80 και του 90 υπήρξε δραματική αύξηση του αντιγριπικού εμβολιασμού στους γέρους, για αυτή ακριβώς την κατηγορία οι εισαγωγές σε νοσοκομεία και η θνησιμότητα σε σχέση με τη γρίπη αυξήθηκε σημαντικά!!![2]
Αν πάμε τώρα στην άλλη κατηγορία φαρμάκων των οποίων οι κατασκευαστές και οι μέτοχοι των εταιριών που τα παράγουν ωφελήθηκαν από τον πανικό της γρίπης, τους αναστολείς νευραμινιδάσης, τα πράγματα και κει φαίνεται να ναι πολύ διαφορετικά από την προπαγάνδα: κυρίως για την οσελταμιβίρη (Tamiflu, Relenza), παρά τα εκατομμύρια χρηστών της, οι επιπλοκές της βρέθηκαν να είναι υποαναφερόμενες και τα δεδομένα που συλλέχθηκαν για αυτές ποικίλης και πολλές φορές κακής ποιότητας. Αν και οι 562 καταγεγραμμένες σοβαρές νευροψυχιατρικές παρενέργειες (οι οποίες διεπιστώθησαν μετά από τη έρευνα, εντολέας της οποίας ήτα ν η ανησυχούσα Ιαπωνική κυβέρνηση..) κρίνονται σπάνιες σε σχέση με τα εκατομμύρια των χρηστών, οι παρενέργειες αυτές είναι πολύ σοβαρές για να αγνοηθούν και περιλαμβάνουν ψευδαισθήσεις, αυτοκτονικές τάσεις και αιφνίδιο θάνατο κατά τη διάρκεια του ύπνου. Μπορεί λοιπόν οι παρενέργειες να ναι σπάνιες αλλά αυτό δε σημαίνει ότι είναι αυτονόητα αποδεκτές σε σχέση με ένα φάρμακο που το ίδιο το Cochrane κρίνει ότι “εξαιτίας της μέτριας αποτελεσματικότητας των αναστολέων νευραμινιδάσης, πιστεύουμε ότι δε θα πρεπε να χρησιμοποιούνται στο καθιερωμένο έλεγχο της εποχιακής γρίπης. Είμαστε αβέβαιοι για τη γενίκευση των συμπερασμάτων μας από την εποχιακή στην πανδημική γρίπη. Δεδομένα για τα αποτελέσματα της οσελταμιβίρης σε επιπλοκές από λοιμώξεις της κατώτερης αναπνευστικής οδού... μπορεί να είναι αναξιόπιστες. Τα δεδομένα για σοβαρές βλάβες (σε σχέση με) τους αναστολείς νευραμινιδάσης είναι περιορισμένα...”[3].
Είναι εμφανές ότι στην παρούσα φάση ανάπτυξης τους, το να εμπιστευτούμε τα αντιγριπικά εμβόλια αποτελεί άλμα πίστης ή τυφλή συμμόρφωση στη μηντιακή προπαγάνδα. Το ίδιο ισχύει και για τα αντιγριπικά φάρμακα.
Αν λοιπόν φοβόμαστε τόσο πολύ τη γρίπη, τι θα μπορούσαμε να κάνουμε σε σχέση με αυτήν;
Μια σχετικά πρόσφατη (10 Μαρτίου 2010), μικρή σε έκταση (έγινε σε 367 παιδιά) έρευνα έδειξε μια πολύ ελπιδοφόρα συσχέτιση. Σύμφωνα με τους ερευνητές: “η συμπλήρωση με D3 (βιταμίνη) κατά τη διάρκεια του χειμώνα, μπορεί να μειώσει την επίπτωση της γρίπης, ειδικά σε συγκεκριμένες υποομάδες παιδιών στο σχολείο¨.[4] Τότε γιατί μιλάνε με τόση ζέση για τον εμβολιασμό των παιδιών; Για ποιο λόγο πέρσι “έγκριτος” ακαδημαϊκός και επιδημιολόγος μας έλεγε βλακείες όπως ότι με το κλείσιμο των σχολίων για μερικές μέρες, η μετάδοση της γρίπης στο γενικό πληθυσμό θα περιοριστεί κατά 30%; Στο ερώτημα αυτό θα επανέλθουμε αργότερα αφού εξετάσουμε λίγο περισσότερο την ευεργετική δράση της βιταμίνης D.
Σε μια προηγούμενη (23 Φεβρουαρίου 2009) δευτερογενή αλλά πολύ μεγαλύτερη σε όγκο συμμετοχής (18883) έρευνα τα συμπεράσματα ήταν ότι η βιταμίνη D συνδέεται με μικρότερα ποσοστά λοιμώξεων του ανωτέρου αναπνευστικού.[5]
Το εντυπωσιακό είναι ότι η συσχέτιση μεταξύ της έκθεσης στην ηλιακή ακτινοβολία (χωρίς την οποία η βιταμίνη D δεν μπορεί να σχηματιστεί) και μειωμένο αριθμό λοιμώξεων του ανωτέρου αναπνευστικού είχε ήδη από το 1926 διατυπωθεί από τον Smiley ο οποίος μάλιστα έφτασε στο σημείο ορθώς να διατυπώσει ότι η όποια περιοδικότητα εμφανίζεται στις λοιμώξεις του ανωτέρου αναπνευστικού σχετίζεται “με διαταραχή βιταμινικού μεταβολισμού στον άνθρωπο ... άμεσα οφειλόμενη στην έλλειψη έκθεσης στην ηλιακή ακτινοβολία τους χειμωνιάτικους μήνες”[6]
Πρόσφατες έρευνες δείχνουν ότι η βιταμίνη D έχει επίσης εξαιρετικά σημαντικό ρόλο όχι μόνο για το σκελετικό σύστημα μας όπως για δεκαετίες μας είναι γνωστό αλλά και για το ανοσοποιητικό μας σύστημα[7], εξ' ου και η επίδραση της βιταμίνης D στην επίπτωση της γρίπης. Αυτό είναι ένα τεράστιο κεφάλαιο το οποίο θα συζητηθεί σε άλλο σχετικό άρθρο. Αυτό που μπορεί να αναρωτηθεί κανείς είναι το γιατί, μια παρατήρηση της δεκαετίας του 1920 που θα μπορούσε να έχει ευεργετικά αποτελέσματα στην ατομική και δημόσια υγεία, δεν αξιοποιήθηκε ιατρικά για τα επόμενα 90 χρόνια.
Η απάντηση ανοίγει ένα πολύ σκοτεινό κεφάλαιο στην ιστορία της ιατρικής. Μετά τους δύο παγκόσμιους πολέμους και την τεράστια πολεμική και χημική βιομηχανία που αναπτύχθηκε εξαιτίας τους, οι υποδομές και η παραγωγή τους επιλέχθηκε να διατηρηθούν και να διοχετευτούν στους πληθυσμούς. Κάπως έτσι παγιώθηκε η χημική-βιομηχανική αντί της φυτοχημικής ή βοτανικής φαρμακολογίας που για χιλιετίες ήταν πιστός σύμμαχος και βοηθός της ανθρωπότητας. Με κριτήριο την παραγωγή και το κέρδος. Οι βιταμίνες δεν μπορούν να πατεντοποιηθούν και για αυτό δεν μπορούν να αποφέρουν στις εταιρίες τα κέρδη που θέλουν. Οι συγκεντρωτικές τάσεις των τελευταίων ετών, με τη δημιουργία πολυεθνικών και των ολιγοπωλίων τους, με τους υπερεθνικούς οργανισμούς που αντί να συντονίζουν, κύριο μέλημα τους είναι να ελέγχουν κεντρικά, η άλωση του Αμερικανικού ΕΟΦ (FDA) από οικονομικά συμφέροντα και η κατεύθυνση του Codex Alimentarious επίσης προς περισσότερο συγκεντρωτισμό και κεντρικό έλεγχο, δείχνει ένα μέλλον όπου είτε οι φυσικές θεραπείες θα απορροφηθούν και ενταχθούν στο φαρμακευτικό καρτέλ, είτε θα επιδιωχθεί η χρήση να περιοριστεί δραματικά.
Και δεν είναι μόνο η D που φαίνεται να ναι χρήσιμη τους κρύους (μέχρι σήμερα τουλάχιστον) μήνες του χειμώνα. Σύμφωνα με το αξιόπιστο Cochrane Collaboration πάλι, η βιταμίνη C μπορεί να μην έχει αποτέλεσμα στην επίπτωση του κοινού κρυολογήματος σε υγιείς πληθυσμούς, αλλά η προφυλακτική της χρήση δείχνει να μειώνει την διάρκεια και τη σοβαρότητα των συμπτωμάτων του κοινού κρυολογήματος.
Πέρα από τη φαρμακευτική προπαγάνδα για τις γρίπες, τον προκλητό πανικό και την επιβολή της χρησιμοποίησης “αντιγριπικών” εμβολίων και φαρμάκων, για υγιείς ανθρώπους και ιδιαίτερα για παιδιά, το δίλημμα φαίνεται να αποκρυσταλλώνεται ως εξής: α) Φάρμακα με προφίλ παρενεργειών που δεν έχει με ασφάλεια διερευνηθεί και με ακόμη περισσότερο επικίνδυνες πιθανές μη καταγεγραμμένες παρενέργειες ή β) κάποιες μέρες διακοπών τους καλοκαιρινούς μήνες (ή και τις ηλιόλουστες μέρες των άλλων εποχών) με συνετή ηλιοθεραπεία και χυμό πορτοκαλιού. Ξέρουμε πάρα πολύ καλά τι συμφέρει τη φαρμακοβιομηχανία και τους λακέδες της και μόλις αρχίζουμε να μαθαίνουμε για ποιο λόγο, αρκετά συχνά δεν έχουμε κοινά συμφέροντα υγείας με αυτούς.
[1] http://blogs.ft.com/healthblog/2009/09/11/interview-dr-tom-jefferson-and-pandemic-flu-vaccines/
[2] http://www.ncbi.nlm.nih.gov/pmc/articles/PMC2279112/?tool=pmcentrez
[3] http://www.bmj.com/content/339/bmj.b5106.full
[4] http://www.ajcn.org/cgi/content/abstract/ajcn.2009.29094v1
[5] http://archinte.ama-assn.org/cgi/content/abstract/169/4/384
[6] http://aje.oxfordjournals.org/cgi/pdf_extract/6/5/621
[7] http://www.ncbi.nlm.nih.gov/pmc/articles/PMC2279112/?tool=pmcentrez